Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εμβόλιο [ἐμβόλιο] εμ-βό-λι-ο ουσ. (ουδ.) {εμβολί-ου} 1. ΙΑΤΡ. ενέσιμη χορήγηση υλικού που περιέχει εξασθενημένα ή χημικά τροποποιημένα μικρόβια ή ιούς, ώστε ο οργανισμός να αρχίσει να παράγει αντισώματα για να τους καταπολεμήσει και να αποκτήσει ανοσία στη λοιμώδη νόσο που προκαλούν· συνεκδ. εμβολιασμός ή σπανιότ. το σχετικό σημάδι που αφήνει στο δέρμα: αντιγριπικό/αντιφυματικό ~. Πολλαπλά/πολυδύναμα ~α (: σε μία ένεση περιλαμβάνονται αντιγόνα πολλών ασθενειών). (κυρ. για παιδί) Έκανε (= εμβολιάστηκε)/του έκαναν το ~ της ηπατίτιδας Α και Β/ιλαράς, ερυθράς και παρωτίτιδας/μηνιγγίτιδας/πολιομυελίτιδας. ~ κατά του κορονοϊού. || ~ για τον καρκίνο της μήτρας. Βλ. μαντού, ορός, τοξοειδές. 2. ΓΕΩΠ. (σπάν.-επίσ.) μπόλι ή μπόλιασμα. ● ΣΥΜΠΛ.: τριπλό εμβόλιο βλ. τριπλός [< πβ. μτγν. ἐμβόλιον ‘λόγχη, αυτό που εντίθεται’ 1: γαλλ. vaccin]

μαντού

μαντού [μαντοῦ] μα-ντού ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΙΑΤΡ. τεστ διάγνωσης της φυματίωσης, που γίνεται με ένεση: αρνητικό/θετικό ~. Βλ. δερμοαντίδραση, φυματίνη. [< αγγλ. Mantoux (test), περ. 1923, γαλλ. ανθρ. Ch. Mantoux]

τριπλός

τριπλός, ή, ό τρι-πλός επίθ. 1. που είναι τρεις (σχεδόν) φορές μεγαλύτερος από κάτι σε μέγεθος, ποσότητα: ~ή: αποζημίωση/δόση. ~ό: κέρδος. Πβ. τρίδιπλος, τριπλάσιος.|| (ως ουσ., στον πληθ.) Θα του κοστίσει τα ~ά (ενν. λεφτά) από όσα υπολογίζει. 2. που αποτελείται από τρία μέρη ή έχει τρεις μορφές: ~ός: δίσκος/έλικας. ~ή: εκδήλωση/επέτειος/επίστρωση/θωράκιση/συμμαχία. Ο σκοπός του μαθήματος είναι ~. Πβ. τρίδυμος, τριμερής, τρισχιδής.|| ~ός: ρόλος. ~ή: θεραπεία. Έπιπλο ~ής χρήσης. Κρέμα (ενυδάτωσης/προσώπου) ~ής δράσης. 3. που γίνεται τρεις φορές: ~ή: επίθεση/ήττα/σύγκρουση. ~ό: λάθος/χτύπημα. 4. που γίνεται σε τρία σημεία: ~ό: κάταγμα/μπαϊπάς. 5. σχεδιασμένος για τρία άτομα: ~ός: καναπές. ~ό: δωμάτιο (= τρίκλινο)/κάθισμα. 6. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) που έχει σκόπιμα τρεις πλευρές: ~ός: πράκτορας (: που εργάζεται συγχρόνως και κρυφά για λογαριασμό τριών αντίπαλων κρατών). Βλ. -πλός. ● επίρρ.: τριπλά ● ΣΥΜΠΛ.: τριπλό εμβόλιο: ΙΑΤΡ. που είναι κατά της διφθερίτιδας, του τετάνου και του κοκίτη ή κατά της ιλαράς, της παρωτίτιδας και της ερυθράς. [< αγγλ. triple vaccine, 1917] ● βλ. διπλός [< αρχ. τριπλοῦς]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.