Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εμμετρωπία [ἐμμετρωπία] εμ-με-τρω-πί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ιδανική κατάσταση του ματιού, κατά την οποία δεν παρουσιάζεται καμία διαθλαστική ανωμαλία· άριστη όραση. ΑΝΤ. αμετρωπία [< γαλλ. emmétropie , αγγλ. emmetropia]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.