εμφάνιση [ἐμφάνιση] εμ-φά-νι-ση ουσ. (θηλ.) 1. παρουσίαση, φανέρωση και ο τρόπος με τον οποίο αυτή γίνεται: ~ δυσκολιών/εμποδίων/ενδείξεων/προβλήματος/συμπτωμάτων. ~ νέων ιδεών/τάσεων στη μόδα/στην τέχνη (πβ. φανέρωμα). (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αποτελεσμάτων αναζήτησης/εικόνων/μενού/παραθύρου/προφίλ (πβ. ανάδυση). (για πρόσ.) ~ σε αγώνα/δικαστήριο/σκηνή. Υποχρεωτική ~ σε αστυνομικό τμήμα (πβ. παρουσία, προσέλευση). Αιφνίδια/αρχική/πρώιμη ~ νόσου (πβ. εκδήλωση). Συχνότητα ~ης διαταραχών (της διάθεσης). Αναμένεται ~ ακραίων καιρικών φαινομένων. ~ του κινήματος των ... (πβ. γέννηση, δημιουργία). (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ της Παναγίας (βλ. επιφάνεια).|| Απρόσμενη/αρχηγική/επίσημη/πολιτική/σύντομη/τηλεοπτική ~. Από κοινού ~ (= κοινή ~). Πραγματοποίησε την πρώτη του δημόσια ~ ως συνθέτης. Η ομάδα έκανε αξιοπρεπή/εντυπωσιακή/μεγάλη/σαρωτική ~ (βλ. απόδοση). ~-έκπληξη. Βλ. συν~.|| (στον πληθ., το αποτέλεσμα της αντίστοιχης ενέργειας:) ~ίσεις αγγελιών/άρθρων (: καταχωρήσεις/δημοσιεύσεις). Ο παίκτης με τις περισσότερες ~ίσεις (: συμμετοχές) στο πρωτάθλημα. Επιλεγμένες/ζωντανές ~ίσεις (καλλιτέχνη, βλ. συναυλία). Βλ. εξαφάνιση.2. συνολική, κυρ. εξωτερική, εικόνα, παρουσιαστικό ή ντύσιμο: ατημέλητη/βραδινή (βλ. ενδυμασία)/γοητευτική/εκκεντρική/επίσημη/κομψή/περίεργη/περιποιημένη/προκλητική/προσεγμένη/σικάτη ~. Δίνει μεγάλη/μικρή σημασία στην ~. Προσέχει την ~ή της (πβ. σιλουέτα). Έχει εκθαμβωτική/ελκυστική/λαμπερή/συμπαθητική/ύποπτη ~. Μην κρίνεις τους άλλους από την ~. Μέικ απ που δίνει/χαρίζει φυσική ~.|| Αθλητικές ~ίσεις (μπάσκετ/ποδοσφαίρου, πβ. περιβολή, βλ. φανέλα).3. ΦΩΤΟΓΡ. επεξεργασία φωτογραφικού υλικού και κατ' επέκτ. η εκτύπωσή του: εργαστήριο/υγρά/χημικά ~ης. Δίνω φιλμ/φωτογραφίες για ~. ~ σε απλό/γυαλιστερό/ματ χαρτί. ● ΦΡ.: επί τη εμφανίσει (επίσ.) & (σπάν.) με την εμφάνιση: με την επίδειξη, με την προσκόμιση: επιταγή πληρωτέα ~ ~., κάνει εμφάνιση (προφ.): εμφανίζεται δημόσια με σκοπό να προκαλέσει το ενδιαφέρον: Καθυστέρησε να έρθει, για να ~ ~ (: εντύπωση). Πβ. κάνω εφέ., κάνει την εμφάνισή του: εμφανίζεται: Έκανε ~ στην πλατεία. Ολοένα και περισσότερα προϊόντα ~ουν ~ τους (: κυκλοφορούν) στην αγορά. [< αρχ. ἐμφάνισις ‘παρουσίαση, έκθεση’, γαλλ. apparition 3: γαλλ. développement]
εξαφάνιση
εξαφάνιση [ἐξαφάνιση] ε-ξα-φά-νι-ση ουσ. (θηλ.) 1. αφύσικη και ανεξήγητη απουσία, κατά την οποία χάνονται τα ίχνη προσώπου ή πράγματος: αινιγματική/μυστηριώδης/ξαφνική/περίεργη ~. ~ ανηλίκου/παιδιού (βλ. απαγωγή). Υπόθεση ~ης. Ακούσιες/εξαναγκαστικές/ύποπτες ~ίσεις. Δεν έχουν δώσει σημεία ζωής από την ημέρα που διαπιστώθηκε η ~ή τους.|| ~ίσεις πλοίων και αεροσκαφών. ~ χρημάτων από το ταμείο (βλ. κλοπή). Πβ. απώλεια, χαμός, χάσιμο. ΑΝΤ. εμφάνιση (1) 2. καταστροφή, αφανισμός: η ~ των δεινόσαυρων. Μαζική ~ έμβιων οργανισμών. Ζώα/φυτά απειλούμενα με ~. Είδη που κινδυνεύουν με ~/έχουν εκλείψει ή τείνουν προς ~.|| ~ διαλέκτων και μικρών γλωσσών/πολιτισμών. Σταδιακή ~ παραδοσιακών επαγγελμάτων.|| Κόμμα που οδηγείται σε πολιτική ~. Πβ. εξάλειψη, εξολόθρευση, εξόντωση, θάνατος.3. απόκρυψη, κάλυψη, ώστε να μην μπορεί να βρεθεί ή να μη φαίνεται κάτι: ~ εγγράφων/στοιχείων/φακέλων (πβ. κρύψιμο). ~ του ήλιου κάτω από τον ορίζοντα (πβ. βασίλεμα, δύση). ~ ουλών/ρυτίδων/σημαδιών (: με χρήση καλλυντικών ή φαρμακευτικών ουσιών. Βλ. δερματοαπόξεση). ● ΣΥΜΠΛ.: εξαφάνιση της απόφασης: ΝΟΜ. μερική ή ολική ακύρωση της απόφασης πρωτοδικείου από εφετείο. Βλ. έφεση. [< γαλλ. infirmation d'un jugement] ● ΦΡ.: (είδος) υπό εξαφάνιση: που απειλείται με αφανισμό, που τείνει να εκλείψει: ~ ~ η καρέτα καρέτα/η καφέ αρκούδα. Η φώκια αναγνωρίζεται/αντιμετωπίζεται/προστατεύεται ως ~ ~. Διάσωση/λαθρεμπόριο/παράνομο κυνήγι/προστασία ειδών ~. Πβ. απειλούμενα είδη.|| (μτφ.) Ο ελεύθερος χρόνος αποτελεί ~ ~ στην εποχή μας. [< μεσν. εξαφάνισις, γαλλ. disparition]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.