Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εμφανισιακός , ή, ό [ἐμφανισιακός] εμ-φα-νι-σι-α-κός επίθ.: που αναφέρεται στην εμφάνιση: ~ή: αλλαγή/ομοιότητα. ~ό: πρόβλημα. Από λειτουργικής και ~ής άποψης. ● επίρρ.: εμφανισιακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: ~ άσχημος/ωραίος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.