Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • ενέργεια [ἐνέργεια] ε-νέρ-γει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λογ.) -είας | -ών} 1. συγκεκριμένη δράση υποκειμένου ή φορέα για την επίτευξη ορισμένου σκοπού· κίνηση, πράξη: αυθαίρετη (= αυθαιρεσία)/επιθετική (= επίθεση)/εχθρική (: εισβολή)/πραξικοπηματική (= πραξικόπημα)/πολιτική/προκλητική/πρωτοφανής/τρομοκρατική ~. Υλοποίηση μιας ~ας. Αποσπασματικές/αποτελεσματικές/αποφασιστικές/άστοχες/διπλωματικές/καινοτόμες/κοινές/μεμονωμένες/λανθασμένες/νομικές/προπαρασκευαστικές/σπασμωδικές/συντονισμένες ~ες. ~ες ανάδειξης και προβολής/ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης (βλ. μέτρο, σχέδιο). Έγιναν όλες οι αναγκαίες/δυνατές/κατάλληλες ~ες. Κατόπιν ~ών μου. Έχουν προβεί/προχωρήσει στις απαραίτητες ~ες για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους. Βλ. αντ~, αυτ~, δι~. 2. ΦΥΣ. μέγεθος που εκφράζει το ποσό του έργου που απαιτείται για να μεταβεί ένα φυσικό σύστημα από μια αρχική σε μια τελική κατάσταση: ύλη και ~. ~ και ισχύς. Κατανάλωση ~ας. Αποθήκευση/απορρόφηση/απώλεια ~ας. Αρχή διατήρησης της ~ας. Οποιαδήποτε μεταβολή στη φύση απαιτεί ή απελευθερώνει ~. Βλ. βιο~, ραδι~, τηλ~, υδρο~. Βλ. τζάουλ.|| (με αναφορά στην ηλεκτρική ~) Αγορά/διαχείριση/εξοικονόμηση/κατανάλωση/παροχή ~ας.|| (ΟΙΚΟΛ., για τις ανανεώσιμες ή τις συμβατικές μορφές ~ας) Βιώσιμη/πράσινη/φτηνή ~. Ήπιες/καθαρές πηγές ~ας.|| Η ~ των τροφών υπολογίζεται σε θερμίδες. 3. ενεργητικότητα, ζωντάνια: Είναι γεμάτη ~. Η ~ά της είναι ανεξάντλητη. Διαθέτει μεγάλα αποθέματα ~ας. Πβ. δυναμισμός, ζωτικότητα, σφρίγος.|| Ανάλωσε πολλή ~ μέχρι να την πείσει (= έκανε πολύ κόπο). Το μέλι μάς χαρίζει ~. 4. επενέργεια, επίδραση, δραστικότητα: ανεπιθύμητη ~ φαρμάκου (= παρ~). Θεραπευτική ~ των ιαματικών νερών. Βλ. μετ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αρνητική/θετική ενέργεια: αίσθηση που αποπνέει κάποιος ή κάτι, προκαλώντας στους άλλους κακή ή καλή διάθεση: Βγάζει/εκπέμπει ~ ~. Πβ. αύρα.|| (νεαν. αργκό) Σας στέλνουμε (όλη) τη θετική μας ~ (: θερμές και ειλικρινείς ευχές)! [< γαλλ. énergie négative/positive] , ελεύθερη ενέργεια (συστήματος): ΦΥΣ. που είναι διαθέσιμη για την παραγωγή ωφέλιμου έργου (μέσω ορισμένων διεργασιών). Βλ. εντροπία. [< αγγλ. free energy] , αιολική ενέργεια βλ. αιολικός2, ανάκτηση ενέργειας βλ. ανάκτηση, ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας βλ. ανανεώσιμος, ατομική ενέργεια βλ. ατομικός, γεωθερμική ενέργεια βλ. γεωθερμικός, δυναμική ενέργεια βλ. δυναμικός, δυναμικό ενέργειας βλ. δυναμικό, εγκληματική ενέργεια βλ. εγκληματικός, ενέργεια ιονισμού βλ. ιονισμός, ζωτική/ζωική ενέργεια/δύναμη βλ. ζωτικός, ηλεκτρική ενέργεια βλ. ηλεκτρικός, ηλιακή ενέργεια βλ. ηλιακός, θερμική ενέργεια βλ. θερμικός, ισοκατανομή της ενέργειας βλ. ισοκατανομή, κινητική ενέργεια βλ. κινητικός, μηχανική ενέργεια βλ. μηχανικός, ποιόν ενεργείας βλ. ποιόν, πυρηνική ενέργεια βλ. πυρηνικός, σκοτεινή ενέργεια βλ. σκοτεινός, συμβατικές/μη ανανεώσιμες πηγές/μορφές ενέργειας βλ. συμβατικός, υδραυλική ενέργεια βλ. υδραυλικός, υδροηλεκτρική ενέργεια βλ. υδροηλεκτρικός, φωτεινή ενέργεια βλ. φωτεινός, χημική ενέργεια βλ. χημικός ● ΦΡ.: εν ενεργεία [ἐν ἐνεργείᾳ] (λόγ.) 1. σε ενεργό δράση: αξιωματικός/βουλευτής/εκπαιδευτικός ~ ~. ΑΝΤ. εν αποστρατεία, συνταξιούχος.|| ~ ~ ηφαίστειο. 2. ΦΙΛΟΣ. που έχει πραγματοποιηθεί: ~ ~ ικανότητες. Βλ. εντελέχεια. ΑΝΤ. εν δυνάμει [< γαλλ. en activité] , θέτω/βάζω σε ενέργεια: εφαρμόζω: Έβαλαν σε ~ το σχέδιό τους. Πρόγραμμα δράσης που τέθηκε σε ~. Πβ. βάζω μπροστά/μπρος, ενεργοποιώ. [< γαλλ. mettre en action] , προς ενέργεια & (λόγ.) προς ενέργειαν: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. για τη διεκπεραίωση, υλοποίηση (μιας εντολής, υποχρέωσης): αποδέκτες/προθεσμίες ~ ~. [< 1: αρχ. ἐνέργεια 2,3: γαλλ. énergie, αγγλ. energy 4: κατά τη σημ. 3 του ενεργώ]
  • ενεργειακός , ή, ό [ἐνεργειακός] ε-νερ-γει-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ενέργεια και τις μορφές της: ~ός: μετασχηματισμός/πλούτος (ενός τόπου). ~ή: αναβάθμιση (κτιρίων)/αυτοδυναμία (της χώρας)/εξοικονόμηση/επανάσταση (βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας)/κατανάλωση/πολιτική/τροφοδοσία/φτώχεια. ~ό: δυναμικό (: η διαθέσιμη ενέργεια περιοχής)/ισοζύγιο (: η ενέργεια που παράγεται και καταναλώνεται από ένα σύστημα ή μια χώρα)/πεδίο/πιστοποιητικό. ~οί: πόροι. ~ές: ανάγκες/δαπάνες. ~ά: αποθέματα. ~-βιοκλιματικός σχεδιασμός κτιρίων. ~ή και περιβαλλοντική τεχνολογία. ~ή αξιοποίηση απορριμμάτων (βλ. βιομάζα). Χώρα που αποτελεί ~ό δίαυλο (/κόμβο)/~ή δύναμη. Βλ. βιο~.|| ~ά: αναψυκτικά/ποτά (: που δίνουν ενέργεια).|| (ως ουσ.) Το ~ό (ενν. πρόβλημα). ● επίρρ.: ενεργειακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργειακές τροφές: που έχουν μεγάλα αποθέματα υδατανθράκων., ενεργειακή κλάση/σήμανση: κατηγορία (A έως G) στην οποία κατατάσσεται (βάση κοινοτικής οδηγίας) μια ηλεκτρική συσκευή ανάλογα με την ενέργεια που καταναλώνει: κλιματιστικό με ~ ~ Α (: χαμηλή κατανάλωση)., ενεργειακά φυτά/ενεργειακές καλλιέργειες βλ. φυτό, ενεργειακή απόδοση/αποδοτικότητα βλ. απόδοση, ενεργειακή ασφάλεια βλ. ασφάλεια, ενεργειακή βαθμονόμηση κτιρίου βλ. βαθμονόμηση, ενεργειακή επιθεώρηση βλ. επιθεώρηση, ενεργειακή κρίση βλ. κρίση, ενεργειακό αποτύπωμα βλ. αποτύπωμα, ενεργειακό μείγμα βλ. μείγμα, ενεργειακό ποτό βλ. ποτό, θερμιδική/ενεργειακή αξία βλ. θερμιδικός, θεωρία των ζωνών βλ. ζώνη, κυψέλη καυσίμου/ενεργειακή κυψέλη βλ. κυψέλη [< αγγλ. energy, γαλλ. énergétique]

αιολικός2

αιολικός2, ή, ό [αἰολικός] αι-ο-λι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον άνεμο και ειδικότ. την ενέργειά του: ~ή: δύναμη.|| ~ή: ισχύς. ~ό: δυναμικό/ρεύμα. ~ές: γεωμορφές.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ός: χάρτης. ~ό: κλίμα. 2. που λειτουργεί με την ενέργεια του ανέμου ή συντελεί στην παραγωγή της: ~ή: αντλία/βιομηχανία/γεννήτρια (= ανεμογεννήτρια)/τεχνολογία. ~ό: εργοστάσιο/σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. φωτοβολταïκός)/χωριό. ~οί: συλλέκτες. ~ές: μονάδες/τουρμπίνες. 3. που προκαλείται από τον άνεμο ή οφείλεται σε αυτόν: (ΓΕΩΛ.) ~ή: άμμος (: που μεταφέρθηκε από τον άνεμο)/λείανση. ~ές: αποθέσεις. ~ά: ιζήματα/πετρώματα. ● ΣΥΜΠΛ.: αιολική διάβρωση/αποσάθρωση: ΓΕΩΛ. φθορά των πετρωμάτων που προξενείται από την κίνηση του αέρα: Μέτρα προστασίας εδαφών από την υδατική και ~ ~., αιολική ενέργεια: ΦΥΣ. που προέρχεται από τη μετακίνηση αέριων μαζών της ατμόσφαιρας και μετατρέπεται σε ηλεκτρική με ανεμογεννήτριες: Η ~ ~ αποτελεί ανανεώσιμη πηγή ενέργειας., αιολικό πάρκο: ΤΕΧΝΟΛ. μεγάλη έκταση με συστοιχία ανεμογεννητριών για την αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας: ~ ~ στη θάλασσα. Ηλεκτροπαραγωγή από ~ά ~α., αιολικός σταθμός: ΤΕΧΝΟΛ. εγκαταστάσεις παραγωγής αιολικής ενέργειας: ~ ~ ισχύος ... ΜW. ΑΝΤ. συμβατικός σταθμός. [< γαλλ. éolien, αγγλ. eolic, aeolian]

ανάκτηση

ανάκτηση[ἀνάκτηση] α-νά-κτη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΠΛΗΡΟΦ. διαδικασία πρόσβασης σε αποθηκευμένη πληροφορία κατόπιν αναζήτησης και κυρ. επαναφορά, αποκατάσταση στη μνήμη του υπολογιστή δεδομένων που έχουν αλλοιωθεί ή χαθεί: αυτόματη ~ (διαγραμμένων/σβησμένων) αρχείων/εγγράφου/κειμένου/φωτογραφιών. Κάνω ~ (= ανακτώ). 2. ΟΙΚΟΛ. -ΤΕΧΝΟΛ. εξαγωγή επαναχρησιμοποιήσιμων υλικών από απόβλητα, απορρίμματα, συνήθ. κατόπιν επεξεργασίας: ~ πρώτων υλών/συσκευασιών (= ανακύκλωση). 3. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακτώ: ~ του ηθικού/χαμένου χρόνου. Πβ. επ~. ΑΝΤ. απώλεια (1) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάκτηση ενέργειας ΟΙΚΟΛ.-ΤΕΧΝΟΛ. 1. παραγωγή ενέργειας από οργανικά απόβλητα μέσω ποικίλων διεργασιών (καύσης, πυρόλυσης, αναερόβιας χώνευσης): ~ ~ από βιομάζα. ~ ~ με βιολογική επεξεργασία. Αεριοποίηση και ~ ~. Βλ. διαχείριση αποβλήτων/απορριμμάτων. 2. σύστημα φόρτισης της μπαταρίας οχήματος κατά την επιβράδυνση ή το φρενάρισμα: ~ ~ πέδησης. [< 1: αγγλ. energy recovery 2: αγγλ. Brake Energy Regeneration, BER] , ανάκτηση θερμότητας & ανάκτηση απορριπτόμενης θερμότητας: ΟΙΚΟΛ. -ΤΕΧΝΟΛ. διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται αξιοποίηση μέρους της θερμότητας που απορρίπτεται στο περιβάλλον από κάποια μονάδα παραγωγής της: ~ ~ από απόνερα (βαφείων)/δίκτυα ατμού/καυσαέρια. [< αγγλ. (waste-)heat recovery] , ανάκτηση πληροφοριών/πληροφορίας: ΠΛΗΡΟΦ. διαδικασία συστηματικής αναζήτησης και απόκτησης, εξαγωγής δεδομένων από διάφορες πηγές και ψηφιακά μέσα αποθήκευσης (σκληρό δίσκο, σιντί): ~ ~ από κατεστραμμένα αρχεία/βάσεις δεδομένων/το διαδίκτυο. Βλ. εξόρυξη δεδομένων. [< αγγλ. information retrieval, 1950] [< 1,2: αγγλ. recovery 3: μτγν. ἀνάκτησις]

ανανεώσιμος

ανανεώσιμος, η, ο [ἀνανεώσιμος] α-να-νε-ώ-σι-μος επίθ.: που μπορεί να ανανεωθεί: ~η: άδεια/θητεία (των μελών του ΔΣ)/σύμβαση. ~ο: δυναμικό.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~οι: ενεργειακοί/φυσικοί πόροι (ΑΝΤ. εξαντλήσιμοι, π.χ. πετρέλαιο). ~ες: πρώτες ύλες. ~α: αποθέματα/καύσιμα (βλ. βιοκαύσιμα). ● ΣΥΜΠΛ.: ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας: ΟΙΚΟΛ. που είναι πρακτικά ανεξάντλητες, ικανές να υποκαταστήσουν πολλές από τις συμβατικές πηγές ενέργειας και δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον (δηλ. η ηλιακή, η αιολική, η γεωθερμική, η υδραυλική, η θαλάσσια ενέργεια και η ενέργεια από βιομάζα): Παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από ~ ~. ΣΥΝ. ήπιες μορφές/πηγές ενέργειας [< αγγλ. renewable sources of energy, 1974] , συμβατικές/μη ανανεώσιμες πηγές/μορφές ενέργειας βλ. συμβατικός [< αγγλ. renewable, 1971]

απόδοση

απόδοση[ἀπόδοση] α-πό-δο-ση ουσ. (θηλ.) 1. το παραγόμενο έργο σε σχέση με τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, η αποτελεσματικότητα μιας ενέργειας με συγκεκριμένο στόχο: σχολική ~ (πβ. επίδοση). ~ υπαλλήλων στον χώρο εργασίας (πβ. παραγωγικότητα). Διατροφή και αθλητική/σωματική ~. ~ στο μάξιμουμ! Στο δεύτερο ημίχρονο έπεσε η ~ των παικτών. Πβ. αποδοτικότητα.|| (ΦΥΣ.-ΜΗΧΑΝΟΛ., η σχέση της ενέργειας που παράγεται ως προς εκείνη που καταναλώνεται από μηχανή:) Θερμική ~. Μέγιστη/μέση/συνολική (μηχανική) ~. ~ θέρμανσης/λέβητα. Αύξηση/βελτίωση της ~ης. Αξιολόγηση ~ης. Βαθμός/διάγραμμα/μετρητής/συντελεστής ~ης. Κινητήρας με ενισχυμένη/εξαιρετική/κορυφαία ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ λογισμικού/υπολογιστικών συστημάτων. 2. ΟΙΚΟΝ. κέρδος, αποδοτικότητα: αναμενόμενη/εγγυημένη/ελάχιστη/τρέχουσα/ετήσια/καθαρή/μέγιστη/μέση/πραγματική/σωρευτική ~. Μερισματική/χρηματοοικονομική ~. ~ αγοράς/κεφαλαίου/πόρων (...%). Καταθέσεις με υψηλή ~. Ομόλογα σταθερής ~ης. Καμπύλη ~όσεων. Η ~ διαμορφώνεται στο ... %. Επένδυση που αποφέρει/εξασφαλίζει ~. Ο όμιλος αύξησε/βελτίωσε τις ~όσεις του. Μετοχές με εντυπωσιακές/κακές/καλές/μέτριες/χαμηλές ~όσεις.|| (στο ποδοσφαιρικό στοίχημα:) Σύγκριση ~όσεων. Βλ. υπερ~. 3. προσδιορισμός των αιτίων, του υποκειμένου μιας ενέργειας· επίρριψη, καταλογισμός: ~ των προβλημάτων σε εξωγενείς παράγοντες (πβ. αναγωγή). Αμφισβητείται η ~ του θανάτου της σε πνευμονικό οίδημα. Πβ. πρόσδοση.|| ~ του πίνακα στον ... (: ως δημιουργό).|| ~ ευθυνών/κατηγοριών. 4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. -ΛΟΓΙΣΤ. καταβολή ή επιστροφή οφειλόμενου ποσού: ~ δαπανών/λογαριασμού/φόρου/χρέους. ~ ΦΠΑ. (Ένταλμα πληρωμής) επί αποδόσει λογαριασμού. 5. παράδοση, παροχή: ~ του έργου στην κυκλοφορία.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ ΑΦΜ. ~ κινήτρων (για επενδύσεις)/τίτλου (ειδικότητας). ~ τιμών (= απότιση) από άγημα.|| ~ της αλήθειας/δικαιοσύνης (πβ. απονομή). Βλ. αντ~. 6. αποτύπωση: άριστη ~ χρωμάτων. Ελεύθερη ~ των μορφών (πβ. απεικόνιση). Σκηνική ~ (πβ. σκηνοθεσία). 7. μετάφραση, μεταφορά: ~ ξένων όρων στην Ελληνική. ~ στη δημοτική. Έμμετρη/σημασιολογική ~.|| Επιτυχής/παραστατική ~ του νοήματος. Πβ. διατύπωση, έκφραση. 8. ερμηνεία, εκτέλεση: εμπνευσμένη ~ του ρόλου από τη μεγάλη πρωταγωνίστρια/του κομματιού από τον διάσημο πιανίστα. 9. ΓΛΩΣΣ. η κύρια πρόταση ενός ανεξάρτητου υποθετικού λόγου (σχήμα υπόθεση-απόδοση). ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργειακή απόδοση/αποδοτικότητα & ενεργειακή αποτελεσματικότητα: ΟΙΚΟΛ. εφαρμογή μέτρων και τεχνολογιών για την οικονομική χρήση των διαθέσιμων ενεργειακών πόρων: ~ ~ των κατασκευών/των κτιρίων/των (ηλεκτρικών) συσκευών. Απαιτήσεις/βελτίωση/ενίσχυση/πιστοποιητικό ~ής ~ης. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας, πράσινη χημεία. [< αγγλ. energy efficiency, 1972] , ελεύθερη μετάφραση/απόδοση βλ. μετάφραση, μερισματική απόδοση βλ. μερισματικός [< 1,2,4: γαλλ. rendement 3,6: αρχ. ἀπόδοσις 7: αγγλ. rendering 5,8,9: μτγν. ἀπόδοσις]

αποτύπωμα

αποτύπωμα[ἀποτύπωμα] α-πο-τύ-πω-μα ουσ. (ουδ.) {αποτυπώμ-ατα, -άτων} 1. σημάδι, ίχνος που αφήνει αντικείμενο ή σώμα, όταν ακουμπήσει ή πιεστεί πάνω σε επιφάνεια: ευκρινές ~. ~ ανθρώπινου πέλματος/παπουτσιού (πάνω) στο χιόνι (ΣΥΝ. πατημασιά, χνάρι). ~ παλάμης (βλ. δαχτυλιά)/σφραγίδας (βλ. στάμπα). ~ σε βράχο/στο τσιμέντο/σε χαρτί. (ΙΑΤΡ.) ~ (άνω/κάτω) γνάθου (πβ. εκμαγείο). Εξετάζω/σβήνω τα ~ατα. (Βρέθηκαν) ~ατα ζώων/φυτών (πβ. απολίθωμα).|| (κατ' επέκτ.) Ηλεκτρονικό/φωνητικό/ψηφιακό ~. (ΟΙΚΟΛ.) ~ άνθρακα (: τρόπος μέτρησης της εκπομπής ρύπων)/νερού (: δείκτης της ποσότητας νερού που χρησιμοποιείται για την παραγωγή προϊόντων). 2. (μτφ.) καθετί που εντυπώνεται, διατηρείται στο χρόνο ή στη μνήμη: ιστορικό ~. ~ μιας εποχής. ~ στην παράδοση/ψυχή. Άφησε ανεξίτηλο καλλιτεχνικό ~ στο σύγχρονο λαϊκό τραγούδι. Διάφοροι πολιτισμοί άφησαν το ~ά τους στο νησί. ● ΣΥΜΠΛ.: γενετικό αποτύπωμα/αποτύπωμα DNA: ΒΙΟΛ. μοναδική για κάθε άνθρωπο ακολουθία των βάσεων του DNA που περιέχεται σε κάθε κύτταρο και χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του. [< αγγλ. genetic/DNA fingerprinting, 1984] , δακτυλικά αποτυπώματα: αυτά που αφήνουν οι γραμμές της επιδερμίδας των άκρων των δακτύλων, από την εσωτερική πλευρά του ανθρώπινου χεριού, και χρησιμοποιούνται ως στοιχείο αναγνώρισης, εξαιτίας της μοναδικότητάς τους: σαρωτές ~ών ~άτων. Η αστυνομία πήρε τα (ψηφιακά) ~ ~ των συλληφθέντων. Βλ. βιομετρικός, δακτυλοσκόπηση., ενεργειακό αποτύπωμα: ΟΙΚΟΛ. η ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα που εκλύεται στην ατμόσφαιρα εξαιτίας της καθημερινής κατανάλωσης ενέργειας από τις ανθρώπινες δραστηριότητες: ~ ~ κτιρίου/σπιτιού., περιβαλλοντικό/οικολογικό αποτύπωμα: ΟΙΚΟΛ. το μέτρο της κατανάλωσης ανανεώσιμων φυσικών πόρων από δεδομένο ανθρώπινο πληθυσμό, η εκτίμηση της έκτασης της παραγωγικής γης και θάλασσας που απαιτείται για την αναπλήρωσή τους και την απορρόφηση των αντίστοιχων αποβλήτων και συνεκδ. η ίδια η έκταση: το κατά κεφαλήν οικολογικό ~. Το περιβαλλοντικό ~ μιας επιχείρησης/χώρας. [< αγγλ. environmental/ecological footprint, 1979] [< αρχ. ἀποτύπωμα ‘εκτύπωμα’, γαλλ. empreinte]

ασφάλεια

ασφάλεια[ἀσφάλεια] α-σφά-λει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ών} 1. προστασία από κίνδυνο, τραυματισμό, βλάβη, ζημιά, καθώς και τα συναφή προστατευτικά μέτρα: δημόσια/διεθνής/εθνική/εναέρια/εργασιακή/κρατική/νομική/οικονομική/περιβαλλοντική/υγειονομική ~. Πυρηνική/στρατιωτική/συλλογική ~. ~ αεροσκάφους/πλοίου/φορτίου. ~ τροφίμων. Τεχνικοί ~είας. Για μεγαλύτερη ~. Για λόγους ~είας. Η ~ της πόλης/του σπιτιού/των συνόρων. Η στατική ~ της κατασκευής. ~ των καταναλωτών/των πολιτών. Η υγιεινή και ~ των εργαζομένων. Υποδείξεις για ~ από ηλεκτρισμό/σεισμό. Πρόληψη και ~. Βρίσκω/παρέχω ~. Δεν ετέθη σε κίνδυνο η ~ των επιβατών. Απειλείται/διακυβεύεται/εδραιώνεται η ~. Βλ. βιο~, πυρ~. 2. κατάσταση ή αίσθηση απουσίας κινδύνου: συναισθηματική ~. Αίσθημα ~ας. ~ και σιγουριά. Νιώθω ~ στο σπίτι μου. ΑΝΤ. ανασφάλεια 3. (ειδικότ.) διασφάλιση, κατοχύρωση, διαφύλαξη του απορρήτου: (ΝΟΜ.) εμπράγματη ~. Περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται ως ~ (= εγγύηση) για την αγορά.|| Απόλυτη/αυξημένη/υψηλή ~. ~ επικοινωνίας. ~ πληροφοριών/στοιχείων. Ηλεκτρονικές συναλλαγές με ~ των δεδομένων. 4. βεβαιότητα, σιγουριά: Πρόβλημα που δεν μπορεί να υπολογιστεί με ~. Συμπέρασμα που προκύπτει με ~. Με ~ προβλέπεται ότι … 5. (με κεφαλ. το αρχικό Α) υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας, αρμόδια για τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης· συνεκδ. το κτίριο όπου εδρεύει: Γενική/(παλαιότ.) Ειδική ~. Η ~ ερευνά την υπόθεση και εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα.|| Ο δράστης/κατηγορούμενος κρατείται/προσήχθη στην ~. Μάρτυρες που κλήθηκαν στην ~, για να εξεταστούν. 6. φρουρά: ιδιωτική ~. Η προσωπική ~ του Υπουργού. Ειδοποιώ την ~ του κτιρίου. Βλ. σεκιούριτι. 7. ασφαλιστική εταιρεία, σύμβαση, ασφαλιστικό ταμείο, γενικότ. ασφάλιση: Η ~ καλύπτει τη ζημιά.|| Ιδιωτική/μικτή/ομαδική/προαιρετική/ταξιδιωτική/υποχρεωτική ~. ~ κλοπής/περίθαλψης/περιουσίας/σύνταξης/υγείας. ~ αυτοκινήτου/μοτοσικλέτας/σκάφους. Εμπειρογνώμονες/μεσίτες ~ών. Κάνω ~ (: υπογράφω συμβόλαιο).|| (για ασφάλιστρα) Πληρώνω την ~. Ακριβή/φτηνή ~.|| (προφ.) Θα εισπράξει την ~ (= την αποζημίωση).|| Έχω ~ (δημοσίου). Βλ. αντ~, τραπεζοασφάλειες. 8. ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή που χρησιμοποιείται για την προστασία ενός ηλεκτρικού κυκλώματος από ρεύμα με ένταση μεγαλύτερη από το κανονικό: Έπεσε/κάηκε η ~ (του γενικού διακόπτη). Συσκευές με ενσωματωμένη αυτόματη ~ κατά της υπερθέρμανσης. Βλ. ρελέ. 9. μηχανισμός για προστασία, αποτροπή βλάβης, ανεπιθύμητης ή επικίνδυνης λειτουργίας: Η ~ του όπλου (: που εμποδίζει την τυχαία εκπυρσοκρότησή του).|| (σε αυτοκίνητο) Κλείνω την πόρτα και βάζω ~.ασφαλείας (λόγ.): για να χαρακτηριστεί κάτι που παρέχει προστασία: διακόπτης/συναγερμός/φωτιστικά ~. Ρολά ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Αντίγραφα ~ (= μπακ-απ). Κενό ασφαλείας. Κωδικός ~ (= πάσγουορντ ή πιν). ● ΣΥΜΠΛ.: ασφάλεια ζωής: σύμβαση με ασφαλιστική εταιρεία η οποία αναλαμβάνει τα έξοδα ιατρικής περίθαλψης ή την καταβολή αποζημίωσης, σε περίπτωση θανάτου ή ατυχήματος του ασφαλισμένου. [< γαλλ. assurance (sur la) vie] , ασφάλεια πυρός: ασφάλιση που καλύπτει ενδεχόμενη πυρκαγιά: ~ ~ και άλλων κινδύνων (π.χ. κλοπής/σεισμού). ~ ~ αυτοκινήτου/επιχείρησης/σπιτιού. Παρέχεται ~ ~. (βλ. πυρασφάλεια), δυνάμεις Ασφαλείας: αστυνομικές δυνάμεις επιφορτισμένες με τη διασφάλιση της τάξης. Βλ. ΜΑΤ. [< αγγλ. security forces, 1948] , ενεργειακή ασφάλεια: προστασία από τον κίνδυνο εξάντλησης των αποθεμάτων ενέργειας. [< αγγλ. energy security, 1960], ενεργητική ασφάλεια: που παρέχεται στον οδηγό από τα διάφορα συστήματα του αυτοκινήτου για την αποφυγή ατυχήματος (π.χ. σύστημα πέδησης, ABS, TCS)., κοινωνική ασφάλεια (συνήθ. με κεφαλ. τα αρχικά Κ,Α): παροχή οικονομικής βοήθειας και υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας από ένα κράτος στους πολίτες: ~ ~ και κοινωνική αρωγή. Δίκαιο (της) ~ής ~ας. Πβ. κοινωνική ασφάλιση., μέτρα ασφαλείας: σύνολο μέτρων για την πρόληψη επαπειλούμενης διατάραξης της δημόσιας τάξης (όπως: κλοπής, κατασκοπείας, τρομοκρατικών ενεργειών): αυστηρά/δρακόντεια/έκτακτα/ισχυρά ~ ~. Ειδικά ~ ~ έλαβε η αστυνομία κατά τη διεξαγωγή του αγώνα. [< αγγλ. security measures, 1952] , οδική ασφάλεια: το σύνολο των μέτρων που αποσκοπούν στην προστασία όσων κινούνται στο οδικό δίκτυο: ~ ~ και κυκλοφοριακή αγωγή. [< αγγλ. road safety, γαλλ. sécurité routière] , παθητική ασφάλεια: που παρέχει η καμπίνα και γενικότ. το αμάξωμα στους επιβάτες σε περίπτωση σύγκρουσης. [< αγγλ. passive security] , πληροφορίες ασφαλείας: (κυρ. σε προϊόντα ή υπηρεσίες) οδηγίες για την διασφάλιση της σωστής χρήσης τους και την προστασία του καταναλωτή ή του χρήστη., Συμβούλιο Ασφαλείας: ΠΟΛΙΤ. μόνιμο Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών, υπεύθυνο για τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας, με πέντε μόνιμα κράτη-μέλη και δέκα επιλεγμένα εκ περιτροπής μεταξύ άλλων κρατών-μελών: Αποφάσεις/ψηφίσματα του ~ίου ~είας. [< αγγλ. Security Council, 1946] , συστήματα ασφαλείας {σπανιότ. στον εν.}: τεχνολογικά προϊόντα διαφόρων ειδών που έχουν ως σκοπό την αποτροπή κινδύνου: ηλεκτρονικά/προηγμένα/σύγχρονα ~ ~. ~ ~ και πυρανίχνευσης/συναγερμού. Πβ. σύστημα προστασίας. [< αγγλ. security systems] , Σώματα Ασφαλείας: το Αστυνομικό, το Λιμενικό και το Πυροσβεστικό Σώμα και το προσωπικό που υπηρετεί στα Σώματα αυτά: Οι Ένοπλες Δυνάμεις και τα ~ ~ (= δημόσια δύναμη)., τιμή ασφαλείας: (κυρ. για αγροτικά προϊόντα) τιμή κάτω από την οποία δεν μπορεί να πωληθεί κάτι: κατώτατη ~ ~., υψίστης ασφαλείας (λόγ.): για να χαρακτηριστεί κάτι που παρέχει τη μέγιστη ασφάλεια: μέτρα/φυλακές ~ ~., φυσική ασφάλεια: το σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται για την προστασία του προσωπικού και των δεδομένων μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού από φυσικές καταστροφές. [< αγγλ. physical security] , αντίγραφο ασφαλείας βλ. αντίγραφο, απόσταση ασφαλείας βλ. απόσταση, ασφαλιστική δικλείδα/δικλείδα ασφαλείας βλ. δικλείδα, ζώνη ασφαλείας βλ. ζώνη, κάμερα ασφαλείας βλ. κάμερα, κλειδαριά ασφαλείας βλ. κλειδαριά, πιστοποιητικό ασφαλείας βλ. πιστοποιητικό, πόρτα ασφαλείας βλ. πόρτα, προσωπικό ασφαλείας βλ. προσωπικό, Τάγματα Ασφαλείας βλ. τάγμα, φως ασφαλείας βλ. φως ● ΦΡ.: με ασφάλεια: με τρόπο που να παρέχει προστασία από κίνδυνο: Οδηγώ/ταξιδεύω ~ ~., ησυχία, τάξη και ασφάλεια βλ. ησυχία [< 1: αρχ. ἀσφάλεια 2,3,4,6,7: γαλλ. sécurité, sûreté 5: αγγλ. insurance, γαλλ. assurance]

ατομικός

ατομικός, ή, ό [ἀτομικός] α-το-μι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στο άτομο ή σχετίζεται με αυτό: ~ός: (ΣΤΡΑΤ.) οπλισμός (: του κάθε στρατιώτη)/φάκελος (μαθητή/υπαλλήλου). ~ή: ασφάλεια/δράση/έκθεση/επιλογή/επιχείρηση/εργασία/θέρμανση (= αυτόνομη)/πίτσα/προσπάθεια/πρωτοβουλία/σύμβαση/συσκευασία/χρήση/ψυχοθεραπεία. ~ό: βιβλιάριο/δελτίο (υγείας). ~ές: δαπάνες/ελευθερίες. ~ά: στοιχεία. Σε ~ή βάση. Σε ~ό επίπεδο. ~ές διαφορές στη μάθηση. ~ά και κοινωνικά δικαιώματα. Βλ. ενδο~, υπερ~. ΣΥΝ. ιδιαίτερος (1), προσωπικός (1) ΑΝΤ. ομαδικός (2), συλλογικός 2. ΑΘΛ. που αφορά μόνο έναν ή συγκεκριμένο αθλητή: ~ή: διάκριση/επίδοση/προπόνηση. ~ό: άθλημα/παιχνίδι. Κάθε χρόνο βελτιώνει το ~ό της ρεκόρ. 3. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. που αναφέρεται στο άτομο της ύλης ή σχετίζεται με αυτό: ~ή: φυσική. ~ό: εργοστάσιο. ~ό: ρολόι (καισίου). Πβ. πυρηνικός. Βλ. μονο~, δι~, τρι~, πολυ~.|| (ΦΥΣ.-ΑΣΤΡΟΝ.) Διεθνής ~ χρόνος. ● επίρρ.: ατομικά ● ΣΥΜΠΛ.: ατομικά όπλα: πυρηνικά όπλα., ατομική βόμβα 1. βόμβα από ραδιενεργή ύλη με ισχύ που παράγεται από τη διάσπαση του ατόμου: ~ ~ ουρανίου/πλουτωνίου. Δοκιμή/κατοχή/ρίψη ~ής ~ας. ~ές ~ες και βόμβες υδρογόνου. ~ ~ πολλών μεγατόνων. Πβ. όπλα μαζικής καταστροφής. ΣΥΝ. πυρηνική βόμβα 2. (μτφ.) συνταρακτική πληροφορία ή εξέλιξη: Η είδηση έσκασε σαν ~ ~. [< αγγλ. atom(ic) bomb, 1914, γαλλ.  bombe atomique, 1945] , ατομική ενέργεια 1. ΑΘΛ. (σε ομαδικό άθλημα) ενέργεια που γίνεται αποκλειστικά από έναν παίκτη: Πέτυχε το νικητήριο γκολ με ~ ~. 2. ΦΥΣ. ΠΥΡ. πυρηνική ενέργεια. [< 2: αγγλ. atomic energy, 1922] , ατομική θεωρία (η): ΦΙΛΟΣ. ατομοκρατία, ατομισμός., ατομική μάζα & σχετική ατομική μάζα: ΧΗΜ. η σχέση της μάζας του ατόμου ενός στοιχείου ως προς το δωδέκατο της μάζας του ατόμου του άνθρακα 12. [< γαλλ. masse atomique] , ατομικό βάρος: ΧΗΜ. η μάζα του ατόμου ενός στοιχείου υπολογισμένη σε μονάδες ατομικής μάζας. [< γαλλ. poids atomique] , ατομικός αριθμός (σύμβ. Z): ΧΗΜ. ο αριθμός των πρωτονίων του πυρήνα του ατόμου ενός χημικού στοιχείου που δηλώνει και τη θέση του στο περιοδικό σύστημα: ~ ~ του νατρίου/ουρανίου/πυριτίου. [< γαλλ. nombre/numéro atomique] , μονάδα ατομικής μάζας: ΧΗΜ. μονάδα που ισούται με το 1/12 της μάζας του ατόμου του άνθρακα 12. [< αγγλ. atomic mass unit, 1955] , σύνθετο ατομικό: ΑΘΛ. σύνολο αγωνισμάτων της ρυθμικής ή ενόργανης γυμναστικής, στα οποία διαγωνίζεται ένας αθλητής και νικητής αναδεικνύεται εκείνος που συγκεντρώνει το υψηλότερο άθροισμα στη συνολική βαθμολογία του: ~ ~ ανδρών/γυναικών/κορασίδων/νεανίδων/παίδων., ατομική ψυχολογία βλ. ψυχολογία, ατομικό καλοριφέρ βλ. καλοριφέρ, μικροσκόπιο ατομικής δύναμης βλ. μικροσκόπιο [< 1,2: γαλλ. individuel, personnel 3: γαλλ. atomique, αγγλ. atomic]

βαθμονόμηση

βαθμονόμησηβαθ-μο-νό-μη-ση ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. δημιουργία βαθμολογικής κλίμακας σε όργανο μετρήσεων· καταχρ. διακρίβωση: καμπύλη/σύστημα ~ης. Πβ. καλιμπράρισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργειακή βαθμονόμηση κτιρίου: κατάταξη με βάση την ενεργειακή του απόδοση. [< γαλλ. graduation]

γεωθερμικός

γεωθερμικός, ή, ό γε-ω-θερ-μι-κός επίθ.: ΓΕΩΦ. που σχετίζεται με τη γεωθερμία: ~ή: δραστηριότητα/πηγή (= θερμοπηγή). ~ό: δυναμικό/πεδίο. ~οί: πόροι. ~ά: ρευστά (: ατμός με νερό). Βλ. ηλιοθερμικός.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: κλιματισμός. ~ή: αντλία/θέρμανση. ~οί: εναλλάκτες. ~ές: γεωτρήσεις/μονάδες (παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας). ~ά: συστήματα. ● Ουσ.: γεωθερμική (η) (κ. με κεφαλ. Γ): γεωθερμία. ● ΣΥΜΠΛ.: γεωθερμική ενέργεια: ΓΕΩΦ. -ΟΙΚΟΛ. ήπια και ανανεώσιμη μορφή ενέργειας η οποία βασίζεται στην εκμετάλλευση της θερμότητας που εκλύεται από υπόγειους και επιφανειακούς υδροφόρους ορίζοντες καθώς και από πετρώματα μικρού βάθους. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας. ΣΥΝ. γεωθερμία (2) [< γαλλ. géothermique, αγγλ. geothermal]

δυναμικό

δυναμικόδυ-να-μι-κό ουσ. (ουδ.) 1. το σύνολο των ανθρώπων ή των υλικών μέσων που διατίθενται για την παραγωγή έργου: επιστημονικό/ερευνητικό/μαθητικό/πνευματικό/στελεχιακό ~. Το βιομηχανικό ~ του τόπου. Ανήκει στο ~ της εταιρείας/του νοσοκομείου.|| Οικονομικό/παραγωγικό ~. Το αιολικό/υδατικό (= υδάτινοι πόροι/υδάτινα αποθέματα) ~ της περιοχής. Το ξενοδοχειακό ~ (= σύνολο κλινών) της χώρας. 2. (μτφ.) ικανότητες σε λανθάνουσα κατάσταση, δυνατότητες: αξιοποίηση ~ού ατόμων και ομάδων. Υψηλό/χαμηλό ~ ανάπτυξης (μιας χώρας). Πβ. δυναμική.|| (ΒΙΟΛ.) Αναπαραγωγικό ~ (ανθρώπου, ζώου, φυτού). ● ΣΥΜΠΛ.: ανθρώπινο/έμψυχο δυναμικό: οι άνθρωποι που εργάζονται σε επιχείρηση, οργανισμό: διοίκηση/υπηρεσία ανθρώπινου ~ού. Πβ. ανθρώπινοι πόροι, ρόστερ., δυναμικό ενέργειας: ΒΙΟΛ. η ηλεκτρική δραστηριότητα που αναπτύσσεται σε ένα μυϊκό ή νευρικό κύτταρο κατά την ενεργοποίησή του από ένα ερέθισμα. [< αγγλ. action potential, 1926] , ηλεκτρικό δυναμικό: ΗΛΕΚΤΡ. το έργο ανά μονάδα φορτίου που παράγεται κατά τη μετακίνηση ενός θετικά φορτισμένου σώματος από δεδομένο σημείο πεδίου στο άπειρο (δηλ. εκτός πεδίου): διαφορά ~ού ~ού (= τάση). Βλ. βολτ, ισοδυναμικός., δυναμικό οξειδοαναγωγής βλ. οξειδοαναγωγή, εργατικό δυναμικό βλ. εργατικός, προκλητά δυναμικά βλ. προκλητός [< γαλλ. potentiel]

δυναμικός

δυναμικός, ή, ό δυ-να-μι-κός επίθ. 1. δραστήριος, αποφασιστικός, δημιουργικός: ~ός: επιχειρηματίας. ~ή: γυναίκα/προσωπικότητα. ~ό: στέλεχος. Ζητούνται ~οί συνεργάτες για προώθηση προϊόντων. Πβ. ενεργητικός. 2. που χαρακτηρίζεται από δυναμισμό ή βιαιότητα: ~ή: αντίδραση/διαδήλωση/διαμαρτυρία/παρέμβαση/πολιτική. ~ές: ενέργειες/κινητοποιήσεις/λύσεις (= αποφασιστικές, δραστικές). ~ή είσοδος μιας χώρας στη διεθνή αγορά/ενός νέου πολιτικού στο προσκήνιο. ~ή (= εντυπωσιακή) επανεμφάνιση ενός καλλιτέχνη. 3. που εξελίσσεται: ~ός: κλάδος/τομέας (= αναπτυσσόμενος) της εμπορικής ναυτιλίας/του τουρισμού. ~ή: καλλιέργεια (= αποδοτική)/οικονομία. ~ό: περιβάλλον (εργασίας)/φαινόμενο. ΑΝΤ. στατικός (1) 4. (για επιστήμη) που μελετά τα φαινόμενα ή τα μεγέθη στην εξελικτική τους πορεία: ~ή: θεωρία. ~ή: γεωλογία (= γεωδυναμική). ~ή ανάλυση κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων. Βλ. αιμο~. 5. ΦΥΣ. που σχετίζεται με τη μεταβολή της κινητικής κατάστασης σώματος ή σωματιδίου: ~ή: ευστάθεια/πίεση. Βλ. αερο~, ηλεκτρο~, ισο~, υδρο~. ΑΝΤ. στατικός (4) ● επίρρ.: δυναμικά ● ΣΥΜΠΛ.: δυναμική ενέργεια: ΦΥΣ. που έχει ένα σώμα όταν βρίσκεται σε πεδίο δυνάμεων: Η ~ ~ διακρίνεται σε ενέργεια θέσης (π.χ. βαρύτητα) και μορφής (: όταν μεταβάλλουμε τη μορφή ενός υλικού, συμπιέζοντας, συστρέφοντας, λυγίζοντας ή τεντώνοντάς το). Βλ. χημική ενέργεια. [< γαλλ. énergie potentielle] , δυναμικό πεδίο 1. ΦΥΣ. ο χώρος ενός συστήματος, σε κάθε σημείο του οποίου μπορούν να αντιστοιχηθούν μετρήσιμες φυσικές ιδιότητες. 2. (μτφ.) περιοχή, τομέας όπου αναπτύσσεται έντονη δραστηριότητα: ~ ~ δράσης., δυναμικός ηλεκτρισμός ΑΝΤ. στατικός ηλεκτρισμός 1. ΦΥΣ. ροή ηλεκτρικού φορτίου. 2. ηλεκτροδυναμική., δυναμικός προγραμματισμός: ΠΛΗΡΟΦ. επίλυση προβλήματος με αναγωγή του σε επιμέρους περιπτώσεις και σταδιακή σύνθεσή τους., δυναμικά συστήματα βλ. σύστημα, δυναμικός τόνος/τονισμός βλ. τόνος1 [< μτγν. δυναμικός, γαλλ. dynamique, αγγλ. dynamic]

εγκληματικός

εγκληματικός, ή, ό [ἐγκληματικός] ε-γκλη-μα-τι-κός επίθ. 1. που έχει σχέση με το έγκλημα ή τον εγκληματία: ~ός: μηχανισμός/χαρακτήρας. ~ή: δράση/επίθεση/οργάνωση/πράξη/πρόθεση/φύση. ~ό: δίκτυο/έργο/μυαλό/σχέδιο. ~ές: ομάδες/τάσεις. ~ά: γεγονότα/ένστικτα/κίνητρα. Πβ. δολοφονικός. Βλ. αντ~. 2. που έχει αρνητικές, βλαπτικές, ολέθριες συνέπειες: ~ός: χειρισμός. ~ή: άγνοια/αδιαφορία/αδράνεια/αμέλεια/επιπολαιότητα/ολιγωρία/παράλειψη/πολιτική. ~ό: λάθος. ~οί: βομβαρδισμοί. ~ές καταστροφές του φυσικού περιβάλλοντος. Πβ. ανεπίτρεπτος, απαράδεκτος. ● επίρρ.: εγκληματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: εγκληματική ενέργεια 1. έγκλημα: Σε ~ ~ αποδίδεται ο θάνατος του ... 2. πράξη που έχει ολέθριες συνέπειες: ~ ~ που έπληξε την οικονομία της χώρας. [< αρχ. ἐγκληματικός 'κατηγορητικός', μεσν. εγκληματική δίκη, γαλλ. criminel]

εντελέχεια

εντελέχεια[ἐντελέχεια] ε-ντε-λέ-χει-α ουσ. (θηλ.): ΦΙΛΟΣ. (στην αριστοτελική φιλοσοφία) η μετάβαση ενός όντος από την εν δυνάμει στην εν ενεργεία κατάσταση, με αποτέλεσμα την ολοκλήρωση του σκοπού της ύπαρξής του μέσα από την απόκτηση μορφής, έτσι ώστε να φτάσει στην τελειότητα. Βλ. ενδελέχεια. [< αρχ. ἐντελέχεια ‘πλήρης πραγματοποίηση’]

εντροπία

εντροπία[ἐντροπία] ε-ντρο-πί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣ. μέγεθος για τον υπολογισμό της ποσότητας της θερμικής ενέργειας που δεν είναι διαθέσιμη για την παραγωγή έργου∙ μέτρο της αταξίας ενός συστήματος (σύμβ. S): αρνητική/αυξημένη/μέγιστη/σταθερή/χαμηλή ~. Βλ. χάος. 2. (γενικότ.) βαθμός αβεβαιότητας, αστάθειας, αποδιοργάνωσης ή αταξίας σε ένα σύστημα: ~ της ζωής/της πολιτικής.|| (ΦΥΣ.-ΦΙΛΟΣ.) ~ του Σύμπαντος.|| (ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.) Καπιταλιστική/κοινωνική ~.|| (ΒΙΟΛ.) Οι ζωντανοί οργανισμοί επιτυγχάνουν κατάσταση σταθερότητας με αρνητική ~.|| (Θεωρία των Πληροφοριών) ~ πηγής. 3. ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των δυαδικών ψηφίων (bits) που χρειάζονται για την κωδικοποίηση πληροφορίας. [< πβ. αρχ. ἐντροπίη ΄συστολή, ντροπή’, γερμ. Entropie, γαλλ. entropie, αγγλ. entropy]

επιθεώρηση

επιθεώρηση[ἐπιθεώρηση] ε-πι-θε-ώ-ρη-ση ουσ. (θηλ.) 1. επίσημος έλεγχος της πορείας μιας σειράς εργασιών, της εύρυθμης και σωστής λειτουργίας μιας υπηρεσίας ή της καλής κατάστασης ενός χώρου: γενική/εβδομαδιαία/ειδική/έκτακτη/ετήσια/περιοδική/συστηματική/τακτική ~. ~ εξοπλισμού/πλοίων (βλ. νηογνώμονας). Επίσκεψη-~ (ενν. του Γενικού Επιθεωρητή) στην Αστυνομική Διεύθυνση. Αιφνιδιαστικές/επιτόπιες ~ήσεις. Εντατικοποίηση των ~ήσεων. Γίνονται/διενεργούνται/διεξάγονται/πραγματοποιούνται ~ήσεις. Κατά την ~ διαπιστώθηκε ότι ...|| (ΣΤΡΑΤ.) Στρατηγική/ταξιαρχική ~. ~ του αγήματος/όπλων και θαλάμων. 2. (συνεκδ., με κεφαλ. το αρχικό Ε) ανώτερη δημόσια υπηρεσία επιφορτισμένη με τον έλεγχο της λειτουργίας εκείνων που ανήκουν στη δικαιοδοσία της: Υγειονομική ~. ~ Δασών. 3. περιοδική έκδοση η οποία παρουσιάζει τις τελευταίες εξελίξεις σε κάποιο γνωστικό τομέα μέσα από άρθρα και δημοσιεύματα: επιστημονική/καλλιτεχνική/πολιτική ~.|| (ως τίτλος περιοδικού, με κεφάλ. το αρχικό Ε) Οικολογική ~. ~ Εκπαιδευτικών Θεμάτων. 4. ΘΕΑΤΡ. θεατρικό είδος με αυτοτελή νούμερα που συνοδεύονται από τραγούδια και χορό και σατιρίζουν την πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα: μουσική ~. Νούμερο ~ης. Βλ. κωμειδύλλιο, κωμωδία, σάτιρα. ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργειακή επιθεώρηση & (σπάν.) ενεργειακή αυτοψία/διάγνωση: εκτίμηση και καταγραφή της πραγματικής κατανάλωσης ενέργειας, των παραγόντων που την επηρεάζουν και των δυνατοτήτων εξοικονόμησής της σε ένα κτίριο ή κτιριακό συγκρότημα., Επιθεώρηση Εργασίας/Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας: υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με κύριο έργο την επίβλεψη και τον έλεγχο εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας. [< 1: μτγν. ἐπιθεώρησις ‘εξέταση’, γαλλ. inspection, revue 2: γαλλ. inspection 3,4: γαλλ. revue]

ζώνη

ζώνηζώ-νη ουσ. (θηλ.) {ζων-ών} 1. ταινία που συγκρατεί ή/και διακοσμεί τα ρούχα, καθώς τυλίγεται και δένεται γύρω από τη μέση και κατ' επέκτ. κάθε ανάλογος ιμάντας που εξυπηρετεί ειδικές ανάγκες ή χρησιμοποιείται για λόγους ασφαλείας: ανδρική/γυναικεία/δερμάτινη/λαστιχένια/λεπτή/υφασμάτινη/φαρδιά ~ (βλ. ζωνάρι, ζωστήρας, λουρί). ~ παντελονιού. Αγκράφα/θήκη/κλιπ/πόρπη ~ης. Βλ. αξεσουάρ.|| Ελαστική ~. ~ αδυνατίσματος/αναρρίχησης/βαρών/εφίδρωσης/κατάδυσης/μασάζ. Πλαστική ~ μεταφοράς. (ΙΑΤΡ.) Ορθοπαιδική ~. ~ κήλης/κοιλιάς. (ΑΘΛ.) Κίτρινη/μπλε ~ (: το χρώμα υποδηλώνει επίπεδο στις πολεμικές τέχνες). (ΕΚΚΛΗΣ.) Ιερατική ~ (βλ. άμφια).|| (σε αυτοκίνητο) Η ~ σώζει ζωές. Βάλε τη ~ σου! Δεν φορούσε ~. (σε αεροπλάνο) Δέστε τη ~ σας πριν από την απογείωση/προσγείωση. Πβ. ~ ασφαλείας. 2. οριοθετημένη περιοχή στην οποία επικρατούν συγκεκριμένες συνθήκες: αλπική/αστική/διαχωριστική/διεθνής/επικίνδυνη/θαλάσσια/κτηνοτροφική/μεσογειακή/οικιστική/ορεινή/παραλιακή/προστατευόμενη ~. Τιμή ~ης ακινήτων. (ΦΥΣ.) ~ ακτινοβολίας. ~ δασών/(ΟΙΚΟΛ.) ειδικής προστασίας. (ΑΘΛ.) ~ επίθεσης. ~ (άμεσης/επείγουσας) προτεραιότητας/φόρτωσης (: στάθμευσης για φορτοεκφόρτωση). Χερσαία ~ λιμένος. ~ εξυπηρέτησης κοινού. ~ εφαρμογής μέτρων. Πάρκα και ~ες πρασίνου.|| (ΓΕΩΛ.) ~ σεισμικής επικινδυνότητας. Σεισμικές ~ες. Βλ. βιο~. 3. χρονικό διάστημα σε τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα: απογευματινή/νυχτερινή/παιδική ~. Βραδινή/πρωινή ~ ενημέρωσης. ~ υψηλής θεαματικότητας (πβ. πράιμ τάιμ). 4. (μτφ.) ανθρώπινο τείχος, κλοιός: Οι αστυνομικοί είχαν σχηματίσει ~ γύρω από το συνεδριακό κέντρο, για να εμποδίσουν τους διαδηλωτές. 5. ΓΕΩΓΡ. τμήμα της Γης μεταξύ δύο παραλλήλων, που χαρακτηρίζεται από ορισμένο κλίμα: (αντ)αρκτική/βόρεια και νότια εύκρατη/τροπική ή διακεκαυμένη ~. Η ~ του Ισημερινού. Κλιματικές ~ες.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Ουράνιες ~ες. ● Υποκ.: ζωνάκι (το), ζωνίτσα (η), ζωνούλα (η): μόνο στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: Αγία/Τιμία/Τίμια Ζώνη: ΕΚΚΛΗΣ. της Θεοτόκου., άμυνα ζώνης & ζώνη άμυνας & (αμυντική) ζώνη 1. ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο κ. το μπάσκετ) τακτική σύμφωνα με την οποία κάθε παίκτης που αμύνεται τοποθετείται στο γήπεδο με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτηρεί συγκεκριμένο τμήμα του αγωνιστικού χώρου: Η ομάδα έπαιζε με διπλή ~ ~. Βλ. μαν του μαν. 2. (κυρ. ως ζώνη άμυνας) έκταση, περιοχή στην οποία οργανώνεται η άμυνα μιας χώρας: κοινή ~ ~ για την Ευρώπη. [< 1: αγγλ. zone defense, 1927] , βιομηχανική ζώνη: χωροθετημένη περιοχή με συγκεκριμένες προδιαγραφές για τη λειτουργία βιομηχανικών εγκαταστάσεων: ~ ~ σιδήρου και χάλυβα. Βλ. βιομηχανικό πάρκο., ελεύθερη ζώνη 1. ΟΙΚΟΝ. περιοχή στην οποία η διακίνηση εμπορευμάτων δεν υπόκειται σε τελωνειακούς δασμούς: ~ ~ εμπορίου (συχνότ. ζώνη ελεύθερου εμπορίου)/λιμανιού. 2. τόπος απαλλαγμένος από κάτι: ~ ~ από μεταλλαγμένα/από πυρηνικά όπλα. Πβ. απαγορευμένη ζώνη. [< 1: αγγλ. free zone, 1900] , ζώνη αστεροειδών: ΑΣΤΡΟΝ. περιοχή του ηλιακού συστήματος ανάμεσα στον Άρη και τον Δία, όπου βρίσκονται οι περισσότεροι γνωστοί αστεροειδείς. [< αγγλ. asteroid belt, 1952] , ζώνη ασφαλείας 1. (επίσ.) ιμάντας, κυρ. σε μέσο μεταφοράς, που σταθεροποιεί τον επιβάτη στη θέση του, προστατεύοντάς τον από πτώση ή ξαφνική και βίαιη μετατόπιση: ειδική/παιδική ~ ~. ~ ~ αυτοκινήτου/οδηγού. Βλ. αερόσακος. 2. ελεγχόμενη και προστατευμένη περιοχή, όπου ισχύουν περιοριστικά μέτρα πρόσβασης: (ΣΤΡΑΤ.) εναέρια/θαλάσσια/χερσαία ~ ~. Αποχώρηση στρατευμάτων από τη ~ ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ρυθμίσεις ~ης ~ (: για το ίντερνετ). [< 1: αγγλ. safety belt 2: αγγλ. security zone] , ζώνη βλάστησης: ΟΙΚΟΛ. που έχει συγκεκριμένη χλωρίδα, η οποία καθορίζεται κυρ. από το υψόμετρο και από βιοκλιματικούς παράγοντες: παραμεσόγεια ~ ~. Βλ. οικότοπος, τούνδρα., ζώνη διέλευσης: ΤΗΛΕΠ. στενή ζώνη συχνοτήτων, μέσα από την οποία το σήμα περνά χωρίς αξιόλογη παραμόρφωση: ~ ~ γραμμής/φίλτρου.|| (γενικότ., στενό πέρασμα:) ~ ~ της οδού., ζώνη ελεύθερων συναλλαγών (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Z, E, Σ): ΟΙΚΟΝ. ενιαία αγορά με καθεστώς ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων, που συγκροτείται από δύο ή περισσότερα κράτη, τα οποία, ωστόσο, δεν υποχρεούνται να έχουν κοινό δασμολόγιο στις εμπορικές σχέσεις τους με τρίτες χώρες. Πβ. ελεύθερο εμπόριο. Βλ. Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών., ζώνη επιτήρησης & επιτηρούμενη ζώνη: οριοθετημένη περιοχή, όπου εφαρμόζονται ειδικά μέτρα ασφαλείας., ζώνη επιχειρήσεων: ΣΤΡΑΤ. περιοχή, συνήθ. σε εμπόλεμη σύρραξη, μέσα στα όρια της οποίας αναπτύσσεται πολεμική δράση. [< γαλλ. zone d'opérations] , ζώνη καινοτομίας: περιοχή που προσφέρεται για την εγκατάσταση επιχειρήσεων και ερευνητικών φορέων με καινοτόμες δράσεις., ζώνη οικιστικού ελέγχου (συντομ. ΖΟΕ): ΟΙΚΟΝ. εργαλείο για τον σχεδιασμό και τον έλεγχο του εξωαστικού χώρου που καθορίζει και θεσμοθετεί τις χρήσεις γης, τους όρους και περιορισμούς δόμησης και τους όρους προστασίας των βασικών υποδομών., ζώνη συχνοτήτων: ΤΗΛΕΠ. περιοχή φάσματος συχνοτήτων μεταξύ δύο οριακών τιμών: ~ ~ από τα οκτακόσια ενενήντα έως τα εννιακόσια δεκαπέντε MHz. Βλ. ευρυζωνικότητα., ζώνη ώρας & ωρολογιακή ζώνη & (σπάν.) ωριαία ζώνη: ΓΕΩΓΡ. καθεμία από τις είκοσι τέσσερις νοητές ζώνες πλάτους 15 μοιρών σε σχήμα γεωμετρικής ατράκτου, στις οποίες χωρίζεται η επιφάνεια της Γης και έχουν συμβατικά την ίδια ώρα: αλλαγή ~ης ~. Χώρες που ανήκουν σε διαφορετικές ~ες ~. ΣΥΝ. ωριαία άτρακτος [< αγγλ. time zone] , θεωρία των ζωνών & θεωρία των ενεργειακών ζωνών: ΦΥΣ. σύμφωνα με την οποία το ενεργειακό διάγραμμα των ηλεκτρονίων που συμμετέχουν στον σχηματισμό δεσμών μεταξύ των ατόμων ενός στερεού, έχει τη μορφή ενεργειακών ζωνών., μεθοριακή/(δια)συνοριακή ζώνη: έκταση κατά μήκος των συνόρων που υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς., μπλε ζώνη 1. (σε πόλη) χώρος στάθμευσης μόνιμων κατοίκων. 2. χαρακτηρισμός περιοχής με υψηλό ποσοστό μακροζωίας., νομισματική ζώνη: ΟΙΚΟΝ. ευρύτερη περιοχή (σε σύνολο χωρών) στην οποία οι συναλλαγές γίνονται με καθορισμένο κοινό νόμισμα., πράσινη ζώνη 1. ανοιχτή έκταση γύρω από πόλη, όπου απαγορεύεται η δόμηση. 2. (κ. με κεφαλ. Π, Ζ) περιοχή εμπόλεμης χώρας που ανακηρύσσεται από τον ΟΗΕ ουδέτερη και προστατευόμενη., στρατιωτική ζώνη: ΣΤΡΑΤ. οριοθετημένη έκταση που κατέχεται από στρατιωτικές δυνάμεις: κλειστή ~ ~., τελωνειακή ζώνη: ΟΙΚΟΝ. που βρίσκεται στη δικαιοδοσία των τελωνείων: ~ ~ (αερο)λιμένα. Είδη που εξάγονται σε ελεύθερη ~ ~ (= χωρίς δασμούς)., υγειονομική ζώνη: επιτηρούμενο όριο για την απομόνωση περιοχής, στην οποία έχει εκδηλωθεί επιδημία, και την προστασία των υπολοίπων: ~ ~ προστασίας προσφύγων. [< γαλλ. cordon sanitaire] , αιγιαλίτιδα ζώνη βλ. αιγιαλίτιδα, ακόρεστη ζώνη βλ. ακόρεστος, αντιπυρική ζώνη βλ. αντιπυρικός, απαγορευμένη ζώνη βλ. απαγορευμένος, αποκλειστική οικονομική ζώνη βλ. οικονομικός, αποπυρηνικοποιημένη ζώνη βλ. αποπυρηνικοποιημένος, αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη βλ. αποστρατιωτικοποιώ, γκρίζες ζώνες/περιοχές βλ. γκρίζος, εμπόλεμη ζώνη βλ. εμπόλεμος, ευέλικτη ζώνη βλ. ευέλικτος, εύρος ζώνης βλ. εύρος, ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη βλ. ζωδιακός, ζώνη αγνότητας βλ. αγνότητα, ζώνη κορεσμού βλ. κορεσμός, ζώνη του ευρώ βλ. ευρώ, ζώνη του λυκόφωτος βλ. λυκόφως, ζώνη του πυρός βλ. πυρ, κατοικήσιμη ζώνη βλ. κατοικήσιμος, κόκκινη ζώνη βλ. κόκκινος, λευκή ζώνη βλ. λευκός, μαύρη ζώνη βλ. μαύρος, μικτή ζώνη βλ. μικτός, νεκρή ζώνη βλ. νεκρός, ουδέτερη ζώνη βλ. ουδέτερος, παράκτια ζώνη βλ. παράκτιος, συνορεύουσα ζώνη βλ. συνορεύει, σφαίρα/ζώνη επιρροής βλ. επιρροή ● ΦΡ.: χτύπημα κάτω από τη ζώνη/μέση βλ. χτύπημα [< αρχ. ζώνη, γαλλ.-αγγλ. zone, γαλλ. ceinture, αγγλ. band, belt]

ζωτικός

ζωτικός, ή, ό ζω-τι-κός επίθ. (λόγ.) 1. που είναι απαραίτητος για τη διασφάλιση της ζωής: ~ά: κύτταρα/όργανα/συστατικά. Αναστολή ~ών λειτουργιών (= νεκροφάνεια). || ΦΙΛΟΣ. ~ή: ορμή. 2. (μτφ.) πρωταρχικός, θεμελιώδης: ~ός: ρόλος/τομέας. ~ή: ανάγκη. ~ό: αίτημα/πρόβλημα/στοιχείο. ~ά: δικαιώματα/συμφέροντα. Ζήτημα/θέμα ~ής (= καθοριστικής) σημασίας. Η διάφανεια ως ~ή αρχή λειτουργίας του κράτους. Πβ. βασικός, ουσιώδης. ● επίρρ.: ζωτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ζωτική αρχή: ΒΙΟΛ.-ΦΙΛΟΣ. (στη θεωρία του βιταλισμού) άυλη οντότητα που διακρίνεται από την ψυχή και το σώμα και με βάση την οποία ερμηνεύεται το φαινόμενο της ζωής. [< γαλλ. principle vital] , ζωτική χωρητικότητα: ΙΑΤΡ. η ποσότητα αέρα που μπορεί να εκπνεύσει ένα άτομο ύστερα από βαθιά εισπνοή., ζωτική/ζωική ενέργεια/δύναμη (επιστ.): αυτή στην οποία οφείλεται η ύπαρξη και η διαιώνιση της ζωής. Βλ. βιοενέργεια., ζωτικός χώρος 1. ΠΟΛΙΤ. εδαφική έκταση που θεωρείται, κυρ. στην ιδεολογία του ναζισμού, απαραίτητη για την εθνική επιβίωση και την οικονομική αυτάρκεια μιας χώρας. 2. ΟΙΚΟΛ. η εδαφική έκταση που απαιτείται για την επιβίωση κάθε ζωντανού οργανισμού και τη διεκπεραίωση των ζωτικών λειτουργιών του: Η αλλαγή του οικοσυστήματος στερεί από τα ζώα τον ~ό τους ~ο. Βλ. βιότοπος. 3. ΣΤΡΑΤ. περιοχή στρατηγικής σημασίας (αεροδρόμιο, λιμάνι, αστικό ή βιομηχανικό κέντρο). [< 1: γερμ. Lebensraum] [< 1: αρχ. ζωτικός, γαλλ. vital]

ηλεκτρικός

ηλεκτρικός, ή, ό [ἠλεκτρικός] η-λε-κτρι-κός επίθ. 1. ΗΛΕΚΤΡ. που σχετίζεται με τον ηλεκτρισμό· ειδικότ. που παράγεται ή προξενείται από αυτόν: ~ός: αγωγός/έλεγχος. ~ή: γεννήτρια (= ηλεκτρογεννήτρια)/επαφή/ισχύς/καλωδίωση/μηχανική (= ηλεκτρομηχανική)/μόνωση/πηγή (βλ. μπαταρία)/ροή/σύνδεση/τάση. ~ό: δίκτυο/κύκλωμα/σήμα/σύστημα/φως. ~ές: ασφάλειες/ιδιότητες (σώματος)/μετρήσεις. ~ά: καλώδια. Πβ. ηλεκτρολογικός.|| ~ός: θόρυβος. ~ή: ανάφλεξη/θέρμανση (βλ. αερόθερμο, θερμάστρα, κονβέκτορας)/συγκόλληση (= ηλεκτροσυγκόλληση)/φόρτιση. ~ό: φως. ~ά: ερεθίσματα (βηματοδότη)/κύματα. Βλ. ατμο~, βιο~, δι~, ισο~, πιεζο~, ραδιο~, υδρο~, φωτο~, μαγνητικός, φωτοβολταϊκός. 2. ΤΕΧΝΟΛ. που χρησιμοποιεί ηλεκτρική ενέργεια για την κίνηση ή τη λειτουργία του: ~ός: εξοπλισμός/κινητήρας (= ηλεκτροκινητήρας). ~ή: κουζίνα/λάμπα/οδοντόβουρτσα/σόμπα/τουρμπίνα. ~ό: μαχαίρι. ~ά: εργαλεία/μάτια (= ~ές εστίες)/μηχανήματα/όργανα/παράθυρα (αυτοκινήτου). Μαγαζί με ~ές (οικιακές) συσκευές. Πβ. ηλεκτροκίνητος. Βλ. ηλεκτρονικός. 3. (ειδικότ., για μουσικό όργανο) που ο ήχος του μετατρέπεται σε ηλεκτρικό σήμα με τη βοήθεια μετατροπέα ενέργειας και, στη συνέχεια, εξέρχεται ενισχυμένος από το μεγάφωνο ενισχυτή: ~ή: κιθάρα. ~ό: βιολί/μπάσο.|| (κατ' επέκτ.) ~ή: μουσική. ΑΝΤ. ακουστικός (2) ● Ουσ.: ηλεκτρικά (τα) (προφ.): ενν. είδη ή καλώδια και γενικότ. ο ανάλογος εξοπλισμός: κατάστημα με ~.|| Βλάβη στα ~., ηλεκτρικό (το) (προφ.): ενν. ρεύμα· σπανιότ. η εγκατάσταση που το παρέχει· συνεκδ. ο λογαριασμός της ΔΕΗ: διακοπή ~ού. Έμειναν χωρίς ~.|| Το συνεργείο ήρθε να συνδέσει το ~.|| Ξέχασε να πληρώσει το ~ και του το έκοψαν. ● επίρρ.: ηλεκτρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρικές γραμμές & (προφ.) γραμμές: αγωγοί μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος· ηλεκτρικά καλώδια: εναέριες ~ ~. ~ ~ υψηλής τάσης. Βλ. πυλώνας. [< αγγλ. electric lines], ηλεκτρικές εγκαταστάσεις & ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις: το σύνολο του γειωμένου μεταλλικού εξοπλισμού που χρησιμοποιείται για τη διανομή ηλεκτρικού ρεύματος σε κάποιον χώρο, δηλ. πίνακες με ρελέ, γραμμές (φωτός, τηλεφώνου, ηλεκτρικών συσκευών), πρίζες, διακόπτες. Βλ. δομημένη καλωδίωση. [< αγγλ. electrical installations], ηλεκτρική αγωγιμότητα: ΗΛΕΚΤΡ. ιδιότητα υλικού σώματος ή στοιχείου να μεταφέρει ηλεκτρικά φορτία, δηλ. να διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα: ~ ~ των μετάλλων/του νερού. Βλ. ηλεκτροπληξία., ηλεκτρική εκκένωση: ΦΥΣ. εκκένωση: συσκευή ~ής ~ης (βλ. ηλεκτροσόκ). Κατεργασία με ~ ~ (βλ. ηλεκτροδιάβρωση). Βλ. βολταϊκό/ηλεκτρικό τόξο, ηλεκτρικός σπινθήρας. [< αγγλ. electric discharge], ηλεκτρική ενέργεια: η ενέργεια των κινούμενων ηλεκτρονίων, δηλ. του ηλεκτρικού ρεύματος: μετατροπή της ~ής ~ας σε κινητική (βλ. κινητήρας)/σε φως. Τρόποι παραγωγής ~ής ~ας (π.χ. καύση λιγνίτη, πετρελαίου, κάρβουνου, πυρηνικά εργοστάσια, ηλιακά ή αιολικά πάρκα, υδροηλεκτρικά φράγματα). Εργοστάσιο ~ής ~ας (= ηλεκτρικό εργοστάσιο). Πβ. ηλεκτρισμός. [< γαλλ. énergie électrique, αγγλ. electric energy], ηλεκτρική καρέκλα: (κυρ. παλαιότ., σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ) κάθισμα με ηλεκτρόδια για εκτέλεση θανατοποινιτών με ηλεκτροπληξία· συνεκδ. η αντίστοιχη θανατική ποινή: Τον εκτέλεσαν/οδήγησαν στην ~ ~.|| (μτφ.) Σε ~ ~ κάθεται ο ... (: κυρ. για πρόσωπα που κατέχουν υψηλά αξιώματα ή για προπονητές ομάδων). [< αμερικ. electric chair, 1883], ηλεκτρική μηχανή : ΤΕΧΝΟΛ. που μετατρέπει τη μηχανική ενέργεια σε ηλεκτρική, δηλ. γεννήτρια ή το αντίστροφο, δηλ. κινητήρας., ηλεκτρικό αυτοκίνητο & όχημα: ΤΕΧΝΟΛ. που κινείται με ηλεκτρική ενέργεια, χρησιμοποιώντας ηλεκτροκινητήρες (επαναφορτιζόμενες μπαταρίες ή ηλιακούς συλλέκτες) αντί για μηχανή εσωτερικής καύσης, με αποτέλεσμα να είναι αθόρυβο και να μην παράγει ρύπους. Βλ. υβριδικό αυτοκίνητο, ηλεκτροκίνηση. [< αγγλ. electric car], ηλεκτρικό οξύ: ΧΗΜ. άχρωμη κρυσταλλική ουσία (C4H6O4), που βρίσκεται σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς και συμμετέχει στον μεταβολισμό: Το ~ ~ χρησιμοποιείται ως πρόσθετο στα τρόφιμα (Ε363). [< γαλλ. acide succinique], ηλεκτρικό πεδίο: ΗΛΕΚΤΡ. ο χώρος που έχει την ιδιότητα να ασκεί δύναμη σε κάθε ηλεκτρικό φορτίο, το οποίο βρίσκεται σε αυτόν, π.χ. γύρω από φορτισμένο αγωγό ή μονωτή, μέσα σε πυκνωτή, καλώδιο ή μπαταρία: ομογενές ~ ~. ~ και μαγνητικό ~ (= ηλεκτρομαγνητικό). Ένταση ~ού ~ου. [< αγγλ. electric field], ηλεκτρικό ρεύμα: ΗΛΕΚΤΡ. ρεύμα. ΣΥΝ. ηλεκτρισμός (2) [< γαλλ. courant électrique, αγγλ. electric current], βολταϊκό/ηλεκτρικό τόξο βλ. τόξο, ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά απόβλητα βλ. απόβλητα, ηλεκτρική καταιγίδα βλ. καταιγίδα, ηλεκτρική κουβέρτα βλ. κουβέρτα, ηλεκτρική σκούπα βλ. σκούπα, ηλεκτρική στήλη/ηλεκτρικό στοιχείο βλ. στήλη, ηλεκτρικό δυναμικό βλ. δυναμικό, ηλεκτρικό σοκ βλ. σοκ, ηλεκτρικό φορτίο βλ. φορτίο, ηλεκτρικός σιδηρόδρομος βλ. σιδηρόδρομος, ηλεκτρικός σπινθήρας βλ. σπινθήρας, ηλεκτρονική/ηλεκτρική κλειδαριά βλ. κλειδαριά, ηλεκτρονικό/ηλεκτρικό τσιγάρο βλ. τσιγάρο, κυλιόμενες σκάλες/κλίμακες βλ. κυλιόμενος [< γαλλ. électrique, αγγλ. electric(al), γερμ. elektrisch]

ηλιακός

ηλιακός, ή, ό [ἡλιακός] η-λι-α-κός επίθ. 1. ΑΣΤΡΟΝ. που σχετίζεται με τον Ήλιο: ~ός: δίσκος/πυρήνας. ~ή: ακτινοβολία/ατμόσφαιρα (βλ. φωτό-, χρωμό-σφαιρα)/δραστηριότητα/θερμότητα/καταιγίδα/μάζα/περιστροφή/τροχιά/Φυσική. ~ό: κάτοπτρο/τηλεσκόπιο/φως. ~ές: ακτίνες. Βλ. εξω~.|| (ΘΡΗΣΚ.) ~ή: θεότητα/λατρεία. ~ό: σύμβολο. 2. ΤΕΧΝΟΛ. που αξιοποιεί την ενέργεια του ήλιου: ~ός: (ενεργειακός) σταθμός. ~ή: γεννήτρια/μονάδα. Βλ. φωτοβολταϊκός.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~ός: φούρνος. ~ή: θέρμανση/μπαταρία/τεχνολογία. ~ό: αυτοκίνητο (βλ. ηλεκτρικό αυτοκίνητο)/σπίτι. 3. που αναφέρεται στην υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου ή προκαλείται από αυτή: ~ή: έκθεση.|| ~ό: ερύθημα. ~ά: εγκαύματα. Βλ. αντ~. ● επίρρ.: ηλιακά ● ΣΥΜΠΛ.: ηλιακές εκλάμψεις/εκρήξεις: ΑΣΤΡΟΝ. ισχυρές εκρήξεις στο στέμμα και τη χρωμόσφαιρα του Ήλιου, οι οποίες εμφανίζονται κυρ. γύρω από ηλιακές κηλίδες και προκαλούν την απελευθέρωση μαγνητικής ενέργειας. [< αγγλ. solar flares, 1938, solar eruptions, 1937] , ηλιακή ενέργεια: ΦΥΣ. που προέρχεται από τη σύντηξη πυρήνων υδρογόνου στον Ήλιο. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας., ηλιακή κυψέλη & ηλιακό κύτταρο/στοιχείο: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. φωτοβολταϊκό στοιχείο. [< αγγλ. solar cell, 1955] , ηλιακή σταθερά: ΜΕΤΕΩΡ. η ποσότητα της ηλιακής ενέργειας στο εξωτερικό όριο της ατμόσφαιρας, όταν η Γη βρίσκεται στη μέση απόστασή της από τον Ήλιο, την οποία δέχεται επιφάνεια ενός τετραγωνικού εκατοστού, όπου πέφτουν κάθετα οι ακτίνες του Ήλιου. [< γαλλ. constante solaire] , ηλιακό πάρκο: ΟΙΚΟΛ. μεγάλη έκταση με εγκαταστάσεις, ηλιακές κυψέλες-φωτοβολταϊκά κύτταρα, για την παραγωγή ρεύματος από την ηλιακή ενέργεια. [< αγγλ. solar park] , ηλιακό στέμμα & ηλιακή κορόνα: ΑΣΤΡΟΝ. λευκή άλως, πολύ θερμή και αραιή, η οποία αποτελεί την εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου. [< γαλλ. couronne solaire] , ηλιακό σύστημα ΑΣΤΡΟΝ. 1. (συνήθ. με κεφαλ. τα αρχικά Η, Σ) που αποτελείται από τον Ήλιο, τους οκτώ πλανήτες που περιστρέφονται σε ελλειπτικές τροχιές γύρω από αυτόν, τους δορυφόρους τους, καθώς και από αστεροειδείς, κομήτες και μετεωρίτες: το ~/πλανητικό μας ~. Βλ. γαλαξίας. 2. κάθε παρόμοιο αστρικό σύστημα, που περιφέρεται γύρω από έναν ή περισσότερους ήλιους. [< γαλλ. système solaire] , ηλιακό χωριό: ΟΙΚΟΛ. οικιστικό συγκρότημα κατοικιών που χρησιμοποιούν παθητικά και ενεργητικά ηλιακά συστήματα., ηλιακός θερμοσίφωνας & (προφ.) ηλιακός: ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα θέρμανσης νερού, το οποίο αποτελείται από επίπεδο ηλιακό συλλέκτη, συνδεδεμένο με δεξαμενή αποθήκευσης νερού: ~ ~ ανοιχτού/κλειστού κυκλώματος. Τοποθέτηση ~ού ~α στην ταράτσα. Πβ. ηλιακός θερμοσυσσωρευτής. Βλ. ηλεκτρικός θερμοσίφωνας., ηλιακός κύκλος : ΑΣΤΡΟΝ. η περιοδικά εμφανιζόμενη ηλιακή δραστηριότητα, η οποία διαρκεί περ. έντεκα χρόνια., ηλιακός χρόνος: ΑΣΤΡΟΝ. τοπική ώρα που βασίζεται στην ηλιακή ημέρα: αληθής/μέσος ~ ~. Βλ. αστρικός χρόνος. [< αγγλ. solar time] , έκλειψη Ηλίου βλ. έκλειψη, ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα βλ. ενεργητικός, ηλιακές κηλίδες βλ. κηλίδα, ηλιακές προεξοχές βλ. προεξοχή, ηλιακή ημέρα βλ. ημέρα, ηλιακό ημερολόγιο βλ. ημερολόγιο, ηλιακό ιστίο βλ. ιστίο, ηλιακό ρολόι βλ. ρολόι, ηλιακό/τροπικό έτος βλ. έτος, ηλιακός άνεμος βλ. άνεμος, ηλιακός κλιματισμός βλ. κλιματισμός, ηλιακός συλλέκτης βλ. συλλέκτης, παθητικά ηλιακά συστήματα βλ. παθητικός [< μτγν. ἡλιακός, αγγλ. solar, γαλλ. solaire]

θερμιδικός

θερμιδικός, ή, ό θερ-μι-δι-κός επίθ.: που είναι σχετικός με τις θερμίδες: ~ός: περιορισμός. ~ή: απόδοση (μιας τροφής)/απώλεια/κατανάλωση/πρόσληψη. ~ό: έλλειμμα/πλεόνασμα/φορτίο (μιας δίαιτας). Ημερήσιες ~ές ανάγκες/απαιτήσεις. Βλ. διατροφικός, θερμιδογόνος, θρεπτικός, ολιγο~. ● επίρρ.: θερμιδικά ● ΣΥΜΠΛ.: θερμιδική/ενεργειακή αξία: ποσότητα θερμίδων που περιέχεται σε τρόφιμα και ποτά: γεύμα υψηλής/χαμηλής ~ής ~ας. [< γαλλ. calorique, 1960]

θερμικός

θερμικός, ή, ό θερ-μι-κός επίθ.: που έχει σχέση με τη θερμότητα ή λειτουργεί με αυτή: ~ός: έλεγχος. ~ή: αίσθηση/απόδοση/διεργασία/δράση/επεξεργασία/καταπόνηση/κατεργασία/μόνωση (= θερμομόνωση). ~ό: περιβάλλον. ~ά: πάνελ.|| (ΦΥΣ.) ~ός: συντελεστής. ~ή: αγωγιμότητα/ακτινοβολία/ανάλυση/διάσπαση (= θερμόλυση)/διαστολή/ισχύς. ~ό: κύμα/φαινόμενο/φορτίο. ~ θάνατος του Σύμπαντος.|| (ΧΗΜ.) ~ό: υγρό.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: θεραπεία (= θερμοθεραπεία). ~ό: έγκαυμα (: λόγω αύξησης της θερμοκρασίας ή τριβής).|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: διακόπτης/εκτυπωτής/κινητήρας/σταθμός (παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος). ~ή: μηχανή (: που μετατρέπει τη θερμότητα σε μηχανική ενέργεια· βλ. θερμοδυναμική)/μονάδα ηλεκτροπαραγωγής. ~ό: αυτοκίνητο (βλ. ηλεκτρικό)/εργοστάσιο. ~ά: αεροπλάνα/ελικόπτερα/λεωφορεία (: που κινούνται με ντίζελ ή φυσικό αέριο). Βλ. ηλιο~.|| (ως ουσ.) Μοτέρ με ~ό προστασίας (πβ. θερμοστάτη). Βλ. αντι~, γεω~, ενδο~, εξω~, εσω~, ηλεκτρο~, ισο~, κυκλο~, ξηρο~, υδρο~. ● επίρρ.: θερμικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: θερμικά εσώρουχα/ρούχα: ισοθερμικά εσώρουχα ή ρούχα. Πβ. θερμοεσώρουχα., θερμική ενέργεια: ΦΥΣ. η κινητική ενέργεια των σωματιδίων. Πβ. θερμότητα., θερμική επαφή: ΦΥΣ. αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων σωμάτων με διαφορετική θερμοκρασία που έχει ως αποτέλεσμα την ανταλλαγή θερμότητας., θερμική ισορροπία: ΦΥΣ. κατάσταση κατά την οποία δεν παρατηρείται ανταλλαγή θερμότητας μεταξύ σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή, επειδή η θερμοκρασία τους είναι η ίδια., θερμική μόλυνση: ΟΙΚΟΛ. αύξηση της θερμοκρασίας σε θάλασσες, ποταμούς ή λίμνες, η οποία προκαλείται από τη διοχέτευση ανεπεξέργαστων λυμάτων και είναι επιβλαβής για την υδρόβια ζωή. [< αγγλ. thermal pollution, 1966] , θερμικό στρες: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. ψυχοσωματικές αλλαγές που προκαλούνται σε ανθρώπους, ή βιολογικές μεταβολές που υφίστανται ζώα και φυτά εξαιτίας έντονου ψύχους ή υπερβολικής ζέστης. [< αγγλ. heat/temperature stress] , θερμικός άνεμος: ΜΕΤΕΩΡ. που δημιουργείται τις πρώτες πρωινές ή τις μεσημβρινές ώρες λόγω της διαφοράς θερμοκρασίας μεταξύ στεριάς και θάλασσας., θερμικός θόρυβος: ΦΥΣ. που προκαλείται σε ηλεκτρικό κύκλωμα από την αύξηση της κινητικότητας των ηλεκτρονίων, η οποία οφείλεται στην απορρόφηση θερμότητας., ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα βλ. ενεργητικός, θερμική άνεση βλ. άνεση, θερμική ασπίδα βλ. ασπίδα, θερμική εξάντληση βλ. εξάντληση, θερμική νησίδα βλ. νησίδα, θερμικό σοκ βλ. σοκ, θερμικό/θερμογραφικό/θερμοευαίσθητο χαρτί βλ. χαρτί, θερμικός ισημερινός βλ. ισημερινός [< γαλλ. thermique, αγγλ. thermic, thermal]

ιονισμός

ιονισμός[ἰονισμός] ι-ο-νι-σμός ουσ. (αρσ.) & (σπάν.-ορθότ.) ιοντισμός: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. παραγωγή ιόντων με αφαίρεση ή προσθήκη ενός ηλεκτρονίου σε άτομο ή μόριο χημικής ένωσης, ως αποτέλεσμα ηλεκτρικής φόρτισης, χημικής αντίδρασης ή αύξησης της θερμοκρασίας: ~ της ατμόσφαιρας/του νερού. Συσκευή ~ού (= ιονιστής). Βλ. -ισμός. ΑΝΤ. απιονισμός ● ΣΥΜΠΛ.: ενέργεια ιονισμού: αυτή που απαιτείται για την απομάκρυνση ενός ηλεκτρονίου από ηλεκτρικά ουδέτερο άτομο., θάλαμος ιονισμού: συσκευή ανίχνευσης και μέτρησης της έντασης ραδιενεργού ακτινοβολίας., σταθερά ιονισμού: ο λόγος των συγκεντρώσεων των διαχωρισμένων ιόντων προς τις συγκεντρώσεις των μη διαχωρισμένων σε ένα διάλυμα, όταν αυτό βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας. [< γαλλ. ionisation, αγγλ. ionization]

ισοκατανομή

ισοκατανομή[ἰσοκατανομή] ι-σο-κα-τα-νο-μή ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κατανομή σε ίσα μέρη: ~ βάρους/πλούτου/πόρων/φορτίου. Βλ. επι-, κατα-μερισμός. ΣΥΝ. ισομερισμός (2) ΑΝΤ. ανισοκατανομή ● ΣΥΜΠΛ.: ισοκατανομή της ενέργειας: ΦΥΣ. κατάσταση κατά την οποία η κινητική ενέργεια είναι ίδια για κάθε βαθμό ελευθερίας, όταν ένα σύστημα βρίσκεται σε θερμική ισορροπία. [< αγγλ. equipartition of energy, 1902]

κινητικός

κινητικός, ή, ό κι-νη-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την κίνηση συνήθ. του ανθρώπινου σώματος: ~ή: αγωγή/αποκατάσταση/θεραπεία (βλ. κινησιοθεραπεία). ~ές: δεξιότητες/ικανότητες/λειτουργίες. Αντιμετωπίζει ~ά προβλήματα. Βλ. ηλεκτρο~, μουσικο~, οπτικο~, τηλε~, ψυχο~.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: νευρώνας/φλοιός. ~ά: νεύρα. Κακώσεις του ~ού συστήματος. Βλ. αγγειο~, βιο~, ισο~, οφθαλμο~, φαρμακο~. 2. που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, εξαιρετικά δραστήριος: ακούραστος και ~/~ότατος (παρά την ηλικία του). Πβ. αεικίνητος, ακμαίος, ζωηρός. Βλ. παρα~, υπερ~, υπο~. ΑΝΤ. αδρανής, νωθρός. ● επίρρ.: κινητικά ● ΣΥΜΠΛ.: κινητική αναπηρία: ΙΑΤΡ. ανεπάρκεια που επηρεάζει τη φυσιολογική κίνηση ενός ανθρώπου στις δραστηριότητες της καθημερινής του ζωής: βαριά/σοβαρή ~ ~. Ειδικές ράμπες που διευκολύνουν την πρόσβαση των ατόμων με ~ ~ στα λεωφορεία. Απασχόληση/κοινωνική ένταξη ανθρώπων με ~ές ~ες. Βλ. παράλυση, παραπληγία., κινητική ενέργεια: ΦΥΣ. που έχει ένα σώμα, όταν κινείται. Βλ. θερμική ενέργεια., κινητική τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. είδος αφηρημένης τέχνης που αξιοποιεί την κίνηση για να προκαλέσει αισθητική εντύπωση. [< γαλλ. art cinétique, 1920] , κινητικό γλυπτό: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. τρισδιάστατη κατασκευή με εξαρτήματα που τίθενται σε κίνηση με μηχανικό ή φυσικό (από τον άνεμο) τρόπο. [< αγγλ. kinetic sculpture, 1957] , τελική κινητική πλάκα βλ. πλάκα [< αρχ. κινητικός ‘αυτός που (υπο)κινεί, κινητός’, γαλλ. cinétique, αγγλ. cinetic]

κρίση

κρίσηκρί-ση ουσ. (θηλ.) 1. δύσκολη κατάσταση ή φάση στην εξελικτική πορεία γεγονότων, πραγμάτων, ιδεών, ανατροπή της ισορροπίας ή της ομαλής πορείας· (ειδικότ. για πρόσ.) πνευματικός, συναισθηματικός, ηθικός κλονισμός: δημογραφική/διπλωματική/δομική/εσωτερική/κλιματική/κοινωνική/κυβερνητική/οξεία/πολιτειακή/πολιτική/πολυδιάστατη/συνεχιζόμενη/υγειονομική/χρηματιστηριακή ~. ~ ανεργίας/αξιοπιστίας/αξιών/εμπιστοσύνης/εξουσίας/θεσμών/υποσιτισμού/χρέους. Διεθνής ~ (πβ. ένταση, σύρραξη). Εκτόνωση/επιδείνωση/τερματισμός/υπέρβαση της ~ης. ~ στην αγορά/στις ανθρώπινες σχέσεις/στο κόμμα. Η ~ (απο)κλιμακώνεται/βαθαίνει/εκδηλώνεται/εντείνεται/ξεσπά/οξύνεται. (λόγ.) Ελλοχεύει/λανθάνει/σοβεί/υφέρπει ~. Αμβλύνω/αντιμετωπίζω/ξεπερνώ την ~. Προτάσεις για (δι)έξοδο από την ~ (βλ. ανάκαμψη). Η χώρα βρίσκεται σε/βυθίζεται σε/διέρχεται ~/διανύει περίοδο ~ης. Μηνύματα ελπίδας εν μέσω ~ης. Η οικονομική ~ (πβ. κάμψη, μαρασμός, ύφεση) πλήττει τα πιο αδύναμα στρώματα.|| Υπαρξιακή ~. Η ~ της εφηβείας/της μέσης ηλικίας. ~ προσανατολισμού/συνείδησης/ταυτότητας (βλ. δίλημμα). 2. ΙΑΤΡ. αιφνίδια και παροξυσμική επιδείνωση ή εμφάνιση των συμπτωμάτων μιας νόσου: αλλεργική/επιληπτική/ηπατική/θυρεοειδική/καρδιακή ~. ~ άσθματος/ισχιαλγίας/ρευματισμών/υπέρτασης/υπογλυκαιμίας. ~ βήχα/σκωληκοειδίτιδας/σπασμών. Γενικευμένες ~εις. Βλ. υποτροπή.|| (ειδικότ., για βίαιη εκδήλωση συναισθήματος ή διάθεσης) Νευρική ~. ~ άγχους/γέλιου/ζήλιας/θυμού/κατάθλιψης/μελαγχολίας. Πβ. έξαρση, επεισόδιο, παροξυσμός.|| (ειρων.) ~ ειλικρίνειας/ευφυΐας. Βλ. έκλαμψη. 3. άποψη που έχει σχηματίσει ή/και διατυπώσει κάποιος· ειδικότ. κριτική ή γνωμοδότηση, ετυμηγορία: αβασάνιστη/αλάνθαστη/ανεξέλεγκτη/αντιφατική/αξιολογική/απόλυτη/ατεκμηρίωτη/αυθαίρετη/βιαστική/γενικευτική/δίκαιη/εσφαλμένη/ορθή/προσωπική/τεκμηριωμένη/υποκειμενική/ώριμη ~. Η ~ του ειδικού. Έχει διαμορφώσει σαφή ~. Θα καθορίσει κατά την ~ του τις ... Η επιλογή επαφίεται στην ~ του ... Πβ. αντίληψη, γνώμη. Βλ. σύγκριση.|| (ΓΡΑΜΜ.) Προτάσεις ~εως (: με τις οποίες εκφέρεται γνώμη· βλ. προτάσεις επιθυμίας).|| Δυσμενής ~. Αρνητικές/θετικές ~εις. ~εις και επικρίσεις. Πβ. σχόλιο.|| Η ~ του δικαστηρίου/της επιτροπής/του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Πβ. απόφανση. Βλ. (επ)ανάκριση. 4. νοητική, κριτική ικανότητα: Δραστηριότητες που ασκούν/καλλιεργούν/οξύνουν την ~. ΑΝΤ. ακρισία. 5. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. διαδικασία εκλογής, επιλογής, αξιολόγησης: ~εις διορισμού/εξέλιξης μελών ΔΕΠ. ~ για μονιμοποίηση. Επιτροπές/συμβούλια ~ης. Άρχισαν/ολοκληρώθηκαν οι (τακτικές) ετήσιες ~εις των αξιωματικών. 6. ΘΕΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Κ) η Δευτέρα Παρουσία: η μέλλουσα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργειακή κρίση: έλλειψη σε πηγές ενέργειας (κυρ. πετρέλαιο) και οι επιπτώσεις της στην οικονομία, το εμπόριο, τις διεθνείς σχέσεις: Η ~ ~ οδήγησε σε κύμα ανατιμήσεων. [< αγγλ. energy crisis, 1953] , η ημέρα/η ώρα της κρίσεως/της κρίσης: ΘΕΟΛ. η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, οπότε θα κριθούν όλοι, νεκροί και ζωντανοί· κατ' επέκτ. κάθε στιγμή ελέγχου και δοκιμασίας, απόδοσης ευθυνών: ~ ~ έρχεται/πλησιάζει., διαχείριση κρίσεων βλ. διαχείριση, ερώτηση κρίσεως βλ. ερώτηση, εστιακές κρίσεις (επιληψίας) βλ. εστιακός, κατηγορική πρόταση/κρίση βλ. κατηγορικός, κρίση πανικού βλ. πανικός, νομισματική κρίση βλ. νομισματικός, πετρελαϊκή κρίση βλ. πετρελαϊκός [< 2, 3, 4: αρχ. κρίσις, γαλλ. crise, αγγλ. crisis]

κυψέλη

κυψέληκυ-ψέ-λη ουσ. (θηλ.) 1. τεχνητή ή φυσική κατοικία μελισσών· συνεκδ. το σμήνος της: άδεια/γεμάτη ~. Κελιά ~ης. Πβ. κουβέλι. ΣΥΝ. μελίσσι (2) 2. ΤΕΧΝΟΛ. {συνήθ. στον πληθ.} συσκευή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Πβ. κυψελίδα. 3. {στον πληθ.} μικρή και κλειστή κοιλότητα: φάκελος ενισχυμένος με ~ες αέρα. Βλ. παγοκυψέλες. 4. μέρος κτιρίου με ομοιόμορφη διαρρύθμιση: Τα γραφεία κατανέμονται σε ~ες των ... τ.μ. 5. ΤΗΛΕΠ. περιοχή την οποία καλύπτει με σήμα μια κεραία δικτύου κινητής τηλεφωνίας. Βλ. μικρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: κυψέλη εργασίας (σπάν.-μτφ.): τόπος ή χώρος οργανωμένης και εντατικής δραστηριότητας: Η βιβλιοθήκη του σχολείου έγινε μια πραγματική ~ ~., κυψέλη καυσίμου/ενεργειακή κυψέλη: ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή που μετατρέπει τη χημική ενέργεια καύσης σε ηλεκτρική συνεχούς ρεύματος: ~ες ~ υδρογόνου. Όχημα ~ών ~. Βλ. μπαταρία. [< αγγλ. fuel cell, 1922] , ηθμοειδείς κυψέλες βλ. ηθμοειδής, ηλιακή κυψέλη βλ. ηλιακός, φωτοβολταϊκό στοιχείο βλ. φωτοβολταϊκός [< 1: αρχ. κυψέλη 2,3,4: γαλλ. cellule 5: αγγλ. cell, 1977]

μείγμα & μίγμα

μείγμα & μίγμα[μεῖγμα] μείγ-μα ουσ. (ουδ.) {μείγμ-ατος | -ατα} 1. προϊόν ανάμειξης δύο ή περισσοτέρων συστατικών, υλικών: ~ από αιθέρια έλαια/από άμμο και χαλίκια.|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ~ μπαχαρικών/σπόρων. ~ατα αρτοποιίας. ~ από βότανα/για κρέπες. Πβ. παρασκεύασμα. Βλ. κοκτέιλ.|| (σε συνταγές) Χτυπάτε καλά το ~. 2. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. σώμα που αποτελείται από τουλάχιστον δύο στοιχεία που δεν αντιδρούν μεταξύ τους χημικά και διατηρούν τις αρχικές τους ιδιότητες: ετερογενές/ομογενές ~ (: του οποίου τα συστατικά είναι εύκολο/δύσκολο να διακριθούν με γυμνό μάτι, βλ. διάλυμα). Εύφλεκτο/καύσιμο/πλούσιο/φτωχό ~. ~ μετάλλων (= κράμα)/υγρών και αέριων υδρογονανθράκων (βλ. πετρέλαιο). Εδαφικά ~ατα (βλ. φυτόχωμα). 3. (μτφ.) συνδυασμός συχνά διαφορετικών ή αντίθετων ιδιοτήτων, συναισθημάτων, χαρακτηριστικών: εκρηκτικό ~ ακρίβειας και οικονομικής ύφεσης. Πβ. αμάλγαμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργειακό μείγμα: οι διάφορες, ανανεώσιμες ή μη, μορφές ενέργειας που αξιοποιεί μια χώρα., αζεοτροπικό μείγμα βλ. αζεοτροπικός [< αρχ. μεῖγμα, μίγμα, γαλλ. mixture]

μέτρο

μέτρομέ-τρο ουσ. (ουδ.) 1. ΜΕΤΡΟΛ. βασική μονάδα μέτρησης του μήκους (συντομ. μ., σύμβ. m)· συνεκδ. επιμήκης ταινία ή όργανο μήκους ενός μέτρου για μέτρηση αποστάσεων, διαστάσεων: το γαλλικό ~. Δύο ~α βάθος/πλάτος/ύψος. Το χωριό βρίσκεται σε υψόμετρο οκτακοσίων ~ων. Εκατό ~α ύπτιο. Βλ. δεκά-, εκατοστό-, χιλιό-, χιλιοστό-μετρο.|| Μεταλλικό/ξύλινο/πλαστικό ~. Πβ. κορδέλα, μεζούρα, μετροταινία. Βλ. βυθό-, γωνιό-, μικρό-, νανό-, τηλέ-μετρο. 2. (γενικότ.) κάθε μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους: ~ στερεών/υγρών/χωρητικότητας (βλ. λίτρο).|| (ΓΕΩΜ.) ~ τόξου (: ο θετικός αριθμός που εκφράζει πόσες φορές το τόξο περιέχει τη μοίρα). 3. {συνήθ. στον πληθ., μέτρα} οργανωμένες ενέργειες που γίνονται για συγκεκριμένο σκοπό: αντισυνταγματικά/διοικητικά/διαρθρωτικά/διορθωτικά/δρακόντεια/έκτακτα/επείγοντα/κατασταλτικά/νομοθετικά/οικονομικά/ορθά/πειθαρχικά/περιοριστικά/προληπτικά/πρόσθετα/προσωρινά/προτεινόμενα/ρυθμιστικά/σκληρά/στοχευμένα/συμπληρωματικά/συνοδευτικά ~α. ~α βελτίωσης (των συνθηκών)/δημοσιονομικής εξυγίανσης/ελάφρυνσης (δανειοληπτών)/ελέγχου/λιτότητας/πρόνοιας/προστασίας (του καταναλωτή)/στήριξης (της οικονομίας). Εξαγγελία/λήψη ~ων. Άρση/επιβολή/εφαρμογή/καθιέρωση/κατάργηση/προκήρυξη ενός ~ου. Αυξημένα ~α για τη φοροδιαφυγή/κατά της τρομοκρατίας. Απέδωσαν τα νέα ~α της κυβέρνησης. Αντισταθμιστικό ~ για την υλοποίηση του έργου. ~α-ασπιρίνες.|| (ΝΟΜ.) Προσωρινά και συντηρητικά ~α (: για εξασφάλιση και διατήρηση έννομων δικαιωμάτων αντίστοιχα). Βλ. ημίμετρα. 4. (μτφ.) τα λογικά όρια, ο μέσος όρος: υπέρβαση του ~ου. Στη ζωή χρειάζεται αρμονία και ~. Μη χάνουμε το ~. Αλόγιστη χρήση του υπολογιστή, χωρίς ~. Εγχείρημα που ξεπερνάει τα ανθρώπινα ~α. Το ~ (= το ανώτατο όριο) της ελευθερίας/της δημοκρατίας. Πβ. ρέγουλα. Βλ. ακρότητα. 5. (μτφ.) οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει πρότυπο, βάση, κριτήριο αξιολόγησης: Μην κρίνεις τους άλλους με τα δικά σου ~α. Μαγεύτηκα με αυτό το βιβλίο, αλλά δεν είμαι εγώ το ~. Η κοινωνική θέση των ατόμων δεν δίνει το ~ της αξίας τους. 6. ΜΕΤΡ. σύνολο βραχειών και μακρών συλλαβών (στην αρχαία μετρική) ή άτονων και τονισμένων (στη νεότερη), η επανάληψη του οποίου σχηματίζει τον στίχο· γενικότ. ο στίχος: αρχαίο/δακτυλικό/ελεγειακό/ιαμβικό/τροχαϊκό ~. Πβ. μετρικός πους/πόδας. 7. ΜΟΥΣ. (σε μια σύνθεση) καθένα από τα ισόχρονα μικρά μουσικά μέρη που βρίσκονται μεταξύ δύο διαστολών στο πεντάγραμμο: απλά και σύνθετα ~α. ~ 3/4. Πβ. ρυθμός. 8. βήμα ή κίνηση που γίνεται στον ρυθμό της μουσικής. 9. ΜΑΘ. απόλυτη τιμή κάθε πραγματικού αριθμού. ● μέτρα (τα): διαστάσεις: τα ~ του δωματίου. Κουστούμι ραμμένο ακριβώς στα ~ μου. ● ΣΥΜΠΛ.: αίσθηση του μέτρου βλ. αίσθηση, ασφαλιστικά μέτρα βλ. ασφαλιστικός, κυβικό μέτρο/εκατοστό/δεκατόμετρο/χιλιοστόμετρο βλ. κυβικός, μέτρα ασφαλείας βλ. ασφάλεια, μέτρο σύγκρισης βλ. σύγκριση, τετραγωνικό μέτρο/χιλιόμετρο/εκατοστό/δεκατόμετρο/χιλιοστόμετρο βλ. τετραγωνικός, τρέχον μέτρο βλ. τρέχων ● ΦΡ.: εν τινι μέτρω (αρχαιοπρ.): ως ένα βαθμό, σημείο., λαμβάνω/παίρνω μέτρα (μτφ.): ενεργώ κατάλληλα για την αντιμετώπιση προβλήματος, την αποτροπή κινδύνου: Ελήφθησαν όλα τα αναγκαία/απαραίτητα ~. Η κυβέρνηση θα πάρει αυστηρά ~ για το ... [< γαλλ. prendre des mesures] , λαμβάνω/παίρνω τα μέτρα μου: προνοώ για κάτι ή προφυλάσσομαι από αυτό: Έλαβαν τα ~ τους. Όφειλε να έχει πάρει τα ~ του., με μέτρο: εντός λογικών ορίων, χωρίς υπερβολές: Όλα ~ ~!, μέτρα και σταθμά (μτφ.) : κριτήρια: Δεν μπορούμε να κρίνουμε τους πάντες με τα ίδια ~ ~. Οι ιθύνοντες επιβάλλουν τα δικά τους ~ ~., μέτρον άριστον & παν μέτρον άριστον (αρχ. γνωμ.): το καλύτερο είναι να αποφεύγει κάποιος τα άκρα, την υπερβολή. ΣΥΝ. μηδέν άγαν, παίρνω τα μέτρα (κάποιου): μετρώ τις διαστάσεις του σώματός του: Η μοδίστρα μού πήρε ~.|| (αργκό) Του ~ουν μέτρα (= περιμένουν να πεθάνει)., πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος: ΦΙΛΟΣ. (κριτήριο για όλα τα πράγματα είναι ο άνθρωπος:) για να δηλωθεί ότι αποτελεί την υπέρτατη αξία., στα μέτρα μου/σου/του (μτφ.): για καθετί προσαρμοσμένο στις ανάγκες, στις δυνατότητες, στο συμφέρον κάποιου: Ο ρόλος ήταν κομμένος και ραμμένος ~ της. Η αντίπαλη ομάδα ήταν ~ μας (: μπορούσαμε να την αντιμετωπίσουμε)., στα μέτρα/στο μέτρο των δυνάμεων/των δυνατοτήτων (κάποιου): σύμφωνα με τις ανάγκες, επιθυμίες ή δυνατότητές του: πρόγραμμα διατροφής στα μέτρα σας. Θα βοηθήσουμε στο μέτρο των δυνατοτήτων μας., στο μέτρο/στον βαθμό που: μέχρι του σημείου που: Τροποποίηση των κανονισμών επιτρέπεται ~ ~ (= εφόσον) αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο., φέρνω κάτι στα μέτρα μου (μτφ.): το διαμορφώνω, το προσαρμόζω στις δικές μου ανάγκες, επιθυμίες, δυνατότητες: Η ομάδα ήταν πολύ καλά προετοιμασμένη και έφερε το παιχνίδι στα ~ της.|| (σπάν. για πρόσ.) Προσπαθεί να τη φέρει στα ~ του, αλλά τίποτα. Πβ. φέρνω κάποιον στα νερά μου., δύο μέτρα και δύο σταθμά βλ. σταθμά, κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός, στήνω κάποιον στα έξι/τρία μέτρα βλ. στήνω, στο μέτρο/στον βαθμό του εφικτού βλ. εφικτός, στον βαθμό/στο μέτρο που μου αναλογεί βλ. βαθμός [< αρχ. μέτρον, γαλλ. mètre, mesure, αγγλ. measure]

μηχανικός

μηχανικόςμη-χα-νι-κός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη, τη σχεδίαση και την επίβλεψη της κατασκευής τεχνικών έργων, τη λειτουργία μηχανημάτων και βιομηχανικών εφαρμογών: αεροναυπηγός/αρχιτέκτων/ηλεκτρολόγος/ηλεκτρονικός/μηχανολόγος/τοπογράφος ~. ~ ηλεκτρονικών υπολογιστών/μεταλλείων/ορυκτών πόρων/περιβάλλοντος. Βλ. αρχι~, υπο~. 2. τεχνίτης ειδικευμένος στον χειρισμό, τη συντήρηση και την επισκευή μηχανών: ~ αεροσκαφών/αυτοκινήτων/γεωργικών μηχανημάτων. (Επαγγελματική) Άδεια Πρακτικού ~ού. 3. (στο Εμπορ. Ναυτικό) βαθμοφόρος υπεύθυνος για τις μηχανές του πλοίου: δίπλωμα/ειδικότητα ~ού Α'/Β'/Γ' τάξης. ● ΣΥΜΠΛ.: πολιτικός μηχανικός βλ. πολιτικός, χημικός μηχανικός βλ. χημικός [< αρχ. μηχανικός, γαλλ. mécanicien, ingénieur]

ποιόν

ποιόνποι-όν ουσ. (ουδ.) 1. (αρνητ. συνυποδ.) ήθος, προσωπικότητα: Γνωρίζουμε το ~ αυτού του ανθρώπου. Έδειξε το ~ του. Σε είχα προειδοποιήσει για το ~ του. Πβ. πάστα, στόφα. 2. ποιότητα: το ~ της εκπαίδευσης/μιας εκπομπής.|| (ειρων.) Δεν αμφέβαλα για το ~ του χαρακτήρα του. Πβ. είδος. ● ΣΥΜΠΛ.: ποιόν ενεργείας: ΓΡΑΜΜ. ο τρόπος που παρουσιάζεται η ρηματική ενέργεια ως διαρκής, στιγμιαία ή ολοκληρωμένη: ατελές (συνεχές ή επαναλαμβανόμενο)/μη συνοπτικό ~ ~ (π.χ. γράφω, έγραφα, θα γράφω). Συνοπτικό/τέλειο ~ ~ (π.χ. θα γράψω, έγραψα). Συντελεσμένο ~ ~ (π.χ. θα έχω γράψει). Βλ. τροπικότητα. ΣΥΝ. άποψη (4), όψη (7), τρόπος (5) [< γερμ. Aktionsart] [< αρχ. ποιόν]

ποτό

ποτόπο-τό ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) πιοτό 1. οτιδήποτε πίνεται, κυρ. τα οινοπνευματώδη: απολαυστικό/καθαρό/νοθευμένο/ορεκτικό (= απεριτίφ)/σκληρό (= δυνατό) ~. ~ά-μπόμπες. Εμφιάλωση/κατανάλωση/παραγωγή/παρασκευή/τεχνολογία ~ών. (σε νυχτερινό κέντρο:) Είσοδος με ~, ... ευρώ. Τον κέρασα ένα ~ για τη γιορτή μου. Πάμε για ένα ~; Μου πρόσφερε ένα ~. Παρήγγειλα ~. Ο χώρος προσφέρεται για φαγητό και ~. Μπαρ που σερβίρει ~ά. Βλ. κοκτέιλ.|| ~ά χωρίς αλκοόλ. Αεριούχα ~ά. Βλ. αναψυκτικό. ΣΥΝ. πιοτί 2. η συστηματική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών: Ο γιατρός τού σύστησε να κόψει το ~. Από τότε που χώρισε, το έχει ρίξει στο ~. ● Υποκ.: ποτάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργειακό ποτό: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. τονωτικό, συνήθ. ανθρακούχο ποτό με κύρια συστατικά καφεΐνη, ταυρίνη και τζινσέγκ. [< αγγλ. energy drink, 1904, γαλλ. boisson énergisante], λευκά ποτά: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. τα άχρωμα, όπως η βότκα, το τζιν, η τεκίλα., ισοτονικά ποτά βλ. ισοτονικός [< αρχ. ποτόν, μεσν. πιοτό(ν)]

πυρηνικός

πυρηνικός, ή, ό πυ-ρη-νι-κός επίθ. 1. ΦΥΣ. -ΤΕΧΝΟΛ. που αναφέρεται στον πυρήνα του ατόμου, στην ενέργεια που εκλύει, στη χρήση ή στις επιπτώσεις της: ~ός: εφιάλτης/κίνδυνος/μαγνητικός συντονισμός (βλ. μαγνητική τομογραφία)/όλεθρος/πύραυλος/τομέας/τρόμος/φυσικός. ~ή: ακτινοβολία/απειλή/ασφάλεια/βιομηχανία/δοκιμή/εγκατάσταση/έκρηξη/επίθεση/εποχή/έρευνα/ισχύς/καταστροφή/κρίση/μηχανική/στρατηγική/σύγκρουση/συνεργασία/τεχνολογία/υπεροχή/χημεία. ~ό: δόγμα/δυναμικό/δυστύχημα/εργοστάσιο/καταφύγιο/οπλοστάσιο/πρόγραμμα/σύννεφο/υλικό/υποβρύχιο/φορτίο/χτύπημα. ~ά: καύσιμα/περιστατικά/σχέδια. ~ σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Πβ. ατομικός. Βλ. αντι~. 2. ΒΙΟΛ. που αναφέρεται στον πυρήνα του κυττάρου: ~ός: πόρος/σκελετός/υποδοχέας/φάκελος (: το περίβλημα του πυρήνα). ~ή: άτρακτος/διαίρεση/μεταμόσχευση/πλάκα. ~ό: αντιγόνο/DNA/περίβλημα. ~ές: πρωτεΐνες. ~ή ατυπία όγκου.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: ίκτερος. 3. ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την πυρηνική ιατρική: ~ός: γιατρός. ~ή: καρδιολογία/ογκολογία. ● Ουσ.: πυρηνικά (τα) (προφ.): ενν. όπλα ή εργοστάσια: διαπραγματεύσεις/συνομιλίες για τα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: πυρηνικά όπλα: πολύ ισχυρά όπλα με μεγάλη εκρηκτική και καταστροφική δύναμη, η οποία οφείλεται στην απελευθέρωση τεράστιας ποσότητας ενέργειας μέσω πυρηνικής αντίδρασης: το κύμα κρούσης/η ραδιενέργεια/η φωτεινή ακτινοβολία των ~ών ~ων (βλ. μανιτάρι). Διασπορά ~ών ~ων. Συνθήκη μη Διάδοσης ~ών ~ων (βλ. αποπυρηνικοποίηση). Χώρα που αναπτύσσει/διαθέτει/κατασκευάζει ~ ~. Βλ. απεμπλουτισμένο ουράνιο, όπλα μαζικής καταστροφής. [< αγγλ. nuclear weapons] , πυρηνική βόμβα: βόμβα με πολύ μεγάλη ισχύ που παράγεται από τη διάσπαση ή συνήθ. τη σύντηξη ατόμων. Πβ. ατομική βόμβα, βόμβα νετρονίου, βόμβα υδρογόνου. ΣΥΝ. βρόμικη βόμβα [< αγγλ. nuclear bomb] , πυρηνική δύναμη 1. χώρα που έχει στην κατοχή της ατομικές βόμβες, πυρηνικά όπλα. 2. ΦΥΣ. ΠΥΡ. δύναμη που συγκρατεί ενωμένα τα σωματίδια του ατομικού πυρήνα., πυρηνική ενέργεια: ΦΥΣ. ΠΥΡ. που απελευθερώνεται κατά τη διάσπαση (σχάση) ή την ένωση (σύντηξη) των πυρήνων βαρέων ισοτόπων (συνήθ. ραδιοϊσότοπα U-235 και Pu-239): ειρηνική/πολεμική χρήση της ~ής ~ας. Εγκαταστάσεις/εργοστάσιο/σταθμός ~ής ~ας (βλ. πυρηνικός αντιδραστήρας). ΣΥΝ. ατομική ενέργεια (2), πυρηνική ιατρική: ΙΑΤΡ. κλάδος που κάνει χρήση ραδιενεργών υλικών για διαγνωστικούς, θεραπευτικούς ή ερευνητικούς σκοπούς: Ελληνική Εταιρεία ~ής ~ής και Βιολογίας. [< αγγλ. nuclear medicine, 1952] , πυρηνική κεφαλή: το μπροστινό μέρος του πυραύλου, του οποίου η έκρηξη προκαλείται από πυρηνική ενέργεια· κατ' επέκτ. ο ίδιος ο πύραυλος. [< αγγλ. nuclear warhead, 1954] , πυρηνική οικογένεια: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. στοιχειώδης κοινωνική ομάδα που αποτελείται από τους γονείς και τα παιδιά τους, οι οποίοι ζουν μαζί κάτω από την ίδια στέγη: παραδοσιακή ~ ~. Βλ. εκτεταμένη/διευρυμένη οικογένεια, ελεύθερη ένωση, μονογονεϊκή οικογένεια. [< αγγλ. nuclear family, 1924] , πυρηνική σύντηξη: ΦΥΣ. ΠΥΡ. τεχνητή ένωση πυρήνων ελαφρών χημικών στοιχείων που οδηγεί στον σχηματισμό βαρύτερων με ταυτόχρονη απελευθέρωση ενέργειας: ελεγχόμενη ~ ~. Αντιδράσεις/αξιοποίηση/πειράματα/πλεονεκτήματα της ~ής ~ης. ΑΝΤ. πυρηνική σχάση [< αγγλ. nuclear fusion, 1952] , πυρηνική φυσική: ΦΥΣ. ΠΥΡ. κλάδος που μελετά τη δομή και τη σύσταση του πυρήνα των ατόμων και τα φαινόμενα που σχετίζονται με αυτόν: θεωρητική/πειραματική ~ ~. Ατομική και ~ ~. [< αγγλ. nuclear physics, 1933] , πυρηνικός αντιδραστήρας & ατομικός αντιδραστήρας: ΦΥΣ. ΠΥΡ. εγκατάσταση μέσα στην οποία γίνεται ελεγχόμενη αλυσιδωτή αντίδραση σχάσης των πυρήνων ραδιενεργών υλικών για την παραγωγή θερμότητας ή ακτινοβολίας: ατύχημα/διαρροή/έκρηξη σε ~ό ~α. Βλ. πλουτώνιο. [< αγγλ. nuclear reactor, 1945] , βιολογικός/πυρηνικός/χημικός πόλεμος βλ. πόλεμος, πυρηνική αντίδραση βλ. αντίδραση, πυρηνική μεμβράνη βλ. μεμβράνη, πυρηνική ομπρέλα βλ. ομπρέλα, πυρηνική σχάση βλ. σχάση, πυρηνικός σταθμός βλ. σταθμός, πυρηνικός χειμώνας βλ. χειμώνας, ραδιενεργά/πυρηνικά απόβλητα βλ. ραδιενεργός [< γαλλ. nucléaire, αγγλ. nuclear]

σκοτεινός

σκοτεινός, ή, ό σκο-τει-νός επίθ. 1. που δεν έχει φως (στιγμιαία, γενικά ή κατά περιόδους): ~ός: βυθός/γαλαξίας/δρόμος/λαβύρινθος/ουρανός/χώρος. ~ή: νύχτα. ~ό: δάσος/διαμέρισμα/δωμάτιο/κελί/στενό/τούνελ/υπόγειο. ~οί: διάδρομοι. Ο ~ και ήσυχος κόσμος των σπηλαίων. ~ή γωνιά που δεν τη βλέπει ο ήλιος. Βροχερή και ~ή μέρα. Η ~ή πλευρά της Σελήνης. Βλ. θεο-, κατα-, τρι-σκότεινος. ΑΝΤ. φωτεινός (2) 2. σκούρος, χωρίς φωτεινότητα: ~ή: εικόνα/οθόνη (υπολογιστή)/φωτογραφία. ~ό: πλάνο/φόντο. ~οί: τόνοι (στη ζωγραφική).|| (ειδικότ. για χρώμα) ~ό: κίτρινο/κόκκινο/μπλε. 3. (μτφ.) μυστηριώδης, περίπλοκος· άγνωστος ή λιγότερο γνωστός: ~ός: πόθος/πράκτορας/ρόλος/σκοπός. ~ή: ιστορία/προσωπικότητα/υπόθεση/φυσιογνωμία. ~ό: βλέμμα/θρίλερ/κίνητρο/παρασκήνιο/παρελθόν/σχέδιο. Απρόσωπος ~ μηχανισμός. Για ~ούς λόγους.|| ~ό: έγκλημα. Το ~ό τοπίο της διαπλοκής. Πβ. δυσεξιχνίαστος.|| ~ή προέλευση λέξης. Αιώνας που παραμένει ~. Πβ. απροσδιόριστος. 4. (μτφ.) δυσνόητος, δυσερμήνευτος, ασαφής: ~ός: συγγραφέας/χρησμός. ~ή: γραφή/λέξη/φράση. ~ό: μήνυμα/ποίημα/σημείο/ύφος/χωρίο. ~ό και ακατανόητο κείμενο. Γεγονός ~ό και αμφίσημο. 5. (μτφ.) καταχθόνιος, δόλιος, ύπουλος: ~ός: εχθρός. ~ή: ψυχή. ~ό: κύκλωμα/μυαλό. ~ές: δυνάμεις. ~ά: ένστικτα. ~οί κύκλοι και συμφέροντα απειλούν τη ζωή του. ~ές σκέψεις για εκδίκηση. 6. (μτφ.) ζοφερός, δυσοίωνος, δυστυχισμένος: ~οί: καιροί. Η ~ή εποχή/περίοδος της δικτατορίας.|| ~ό: μέλλον (πβ. αβέβαιο)/προαίσθημα. ~ές: προβλέψεις.|| ~ή: ζωή. Μαύρα και ~ά χρόνια. ● Υποκ.: σκοτεινούτσικος , η, ο ● επίρρ.: σκοτεινά ● ΣΥΜΠΛ.: σκοτεινή ενέργεια: ΦΥΣ. που θεωρείται ότι δρα αντίθετα από τη βαρύτητα και αναγκάζει τα ουράνια σώματα να απομακρύνονται μεταξύ τους: Η ~ ~ επιταχύνει τη διαστολή του Σύμπαντος. Βλ. αντιβαρύτητα. [< αγγλ. dark energy, 1998] , σκοτεινή ύλη: ΑΣΤΡΟΝ. αόρατη ύλη που πιστεύεται ότι υπάρχει στο Σύμπαν, καθώς η ορατή ύλη δεν επαρκεί, για να εξηγήσει διάφορα βαρυτικά φαινόμενα. Βλ. αντιύλη. [< αγγλ. dark matter, 1933] , σκοτεινοί χρόνοι: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΙΣΤ. ιστορική φάση, κατά την οποία παρατηρείται δημογραφική συρρίκνωση και κοινωνικο-οικονομική εσωστρέφεια με υποχώρηση του εμπορίου, επικράτηση της κλειστής αγροτικής οικονομίας και πνευματική-πολιτιστική ένδεια: πρώιμοι/ύστεροι ~ ~. Οι ~ ~ της Αρχαιότητας (11ος-8ος αι., πβ. γεωμετρική εποχή)/του Βυζαντίου (7ος-μέσα 9ου αι.)/της Δύσης(6ος-13ος αι.). Πβ. Μεσαίωνας., σκοτεινές αίθουσες βλ. αίθουσα, σκοτεινός θάλαμος βλ. θάλαμος ● ΦΡ.: στα σκοτεινά: στο σκοτάδι: Κάθεται/κρύβεται ~ ~.|| (μτφ.) Πηγαίνουμε/προχωρούμε ~ ~ (ΑΝΤ. στα σίγουρα). [< αρχ. σκοτεινός, γαλλ. obscur, sombre, αγγλ. dark]

συμβατικός

συμβατικός, ή, ό συμ-βα-τι-κός επίθ. 1. που είναι αποτέλεσμα επίσημης σύμβασης ή κοινής συμφωνίας ή συμφωνεί με τις κοινωνικές συμβάσεις· κατ' επέκτ. (συχνά μειωτ.) τυπικός, χωρίς ουσία: (ΝΟΜ.) ~ός: διακανονισμός (: κοινοπραξία)/μισθός/χρόνος παράδοσης (ενός έργου). ~ή: αξία (ενός αυθαιρέτου)/ελευθερία. ~ό: δίκαιο/ωράριο εργασίας. ~οί: όροι. ~ές: υποχρεώσεις. ~ά: δικαιώματα. Διεθνές ~ό πλαίσιο (για τις κλιματικές αλλαγές). Βλ. προ~.|| ~ή: ονομασία/χρήση (ενός όρου). Η διόρθωση γίνεται με ~ά σύμβολα. Πβ. αυθαίρετος, τεχνητός. Βλ. φυσικός.|| ~ός: άνθρωπος (πβ. κομφορμιστής)/γάμος. ~ή: ζωή/συμπεριφορά/σχέση. Πβ. κομφορμιστικός. ΑΝΤ. αντικομφορμιστικός, αντι~. 2. του οποίου η κατασκευή ή η χρήση είναι παραδοσιακή, συνηθισμένη, γενικευμένη: ~ός: κινητήρας/λαμπτήρας/πόλεμος (: με ~ά όπλα). ~ή: εικόνα/εκπαίδευση (βλ. εξ αποστάσεως)/ιατρική (ΑΝΤ. εναλλακτική, ομοιοπαθητική)/μέθοδος (= καθιερωμένη, κλασική, ορθόδοξη. ΑΝΤ. ανορθόδοξη)/τεχνολογία/φωτογραφία (ΑΝΤ. ψηφιακή). ~ό: αυτοκίνητο (βλ. υβριδικός)/πλοίο (βλ. καταμαράν)/ταχυδρομείο (βλ. ιμέιλ)/υλικό για διδασκαλία (βλ. πολυμεσικός). ~ές: πινακίδες. ~ά: καύσιμα/μέσα/προϊόντα (βλ. βιολογικός). ● επίρρ.: συμβατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: συμβατικά όπλα: ΣΤΡΑΤ. όπλα που συνήθ. χρησιμοποιούνται στους πολέμους, κατ' αντιδιαστολή προς τα πυρηνικά, τα βιολογικά ή τα χημικά. [< αγγλ. conventional weapons, 1952] , συμβατικές/μη ανανεώσιμες πηγές/μορφές ενέργειας: που εξαντλούνται σταδιακά και επιβαρύνουν το περιβάλλον (άνθρακας, βενζίνη, λιγνίτης, πετρέλαιο, πυρηνική ενέργεια, φυσικό αέριο). Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας. [< αγγλ. conventional energy sources] [< αρχ. συμβατικός, γαλλ. conventionnel, αγγλ. conventional]

τζάουλ

τζάουλτζά-ουλ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς}: ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης έργου και ενέργειας στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων. Βλ. θερμίδα, νιούτον. [< αγγλ. joule, αγγλ. ανθρ. J. P. Joule]

υδραυλικός

υδραυλικός, ή, ό [ὑδραυλικός] υ-δραυ-λι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στην παροχή, διοχέτευση και χρησιμοποίηση του νερού: ~ή: αγωγιμότητα/αντλία. ~ές: διατάξεις (βλ. αγωγός)/εργασίες. ~ά: είδη/έργα (βλ. άρδευση, ύδρευση, αποστράγγιση).|| (ΥΔΡΟΛ.) ~ό: άλμα (: όταν η ροή του υγρού μεταβάλλεται από υπερκρίσιμη σε υποκρίσιμη). 2. ΜΗΧΑΝ. που λειτουργεί με την πίεση που ασκείται από υγρά, κυρ. νερό ή λάδι: ~ός: ανελκυστήρας/τροχός (: ~ κινητήρας που λειτουργεί κυρ. με το βάρος του νερού). ~ή: ανάρτηση/κεφαλή/πόρτα/πρέσα. ~ό: σύστημα/τιμόνι. ~ές: τουρμπίνες (= υδροτουρμπίνες). ~ά: φρένα. Βλ. ηλεκτροϋδραυλικός. 3. (κατ' επέκτ.) που είναι ανθεκτικός στην επίδραση του νερού: ~ός: ασβέστης (: που πήζει μετά την προσθήκη νερού). ~ό: κονίαμα. ● Ουσ.: υδραυλικά (τα): εγκαταστάσεις ύδρευσης και αποχέτευσης. ● ΣΥΜΠΛ.: υδραυλική ενέργεια: ΦΥΣ. υδροηλεκτρική ενέργεια. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας., υδραυλικό πλήγμα: ΜΗΧΑΝ. δυνατός μεταλλικός θόρυβος ο οποίος προέρχεται από την απότομη διακοπή της ροής του νερού μέσα σε έναν αγωγό, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κύμα υπερπίεσης που μεταδίδεται αστραπιαία προς τα πίσω· είναι η βασική αιτία για τις βλάβες στις υδραυλικές εγκαταστάσεις. [< αγγλ. water hammer] , υδραυλικός μετατροπέας ροπής βλ. μετατροπέας [< μτγν. ὑδραυλικός 'υδροστατικός', γαλλ. hydraulique, αγγλ. hydraulic]

υδροηλεκτρικός

υδροηλεκτρικός, ή, ό [ὑδροηλεκτρικός] υ-δρο-η-λε-κτρι-κός επίθ.: ΦΥΣ. που σχετίζεται με την υδροηλεκτρική ενέργεια: ~ή: παραγωγή. ~ό: εργοστάσιο/φράγμα. ~ά: έργα. ● ΣΥΜΠΛ.: υδροηλεκτρική ενέργεια: ΦΥΣ. ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από την αξιοποίηση των τρεχούμενων νερών και των υδατοπτώσεων. ΣΥΝ. υδραυλική ενέργεια, υδροενέργεια, υδροηλεκτρισμός, υδροηλεκτρικός σταθμός βλ. σταθμός [< γαλλ. hydroélectrique, αγγλ. hydro-electric]

φυτό

φυτόφυ-τό ουσ. (ουδ.) 1. ΒΟΤ. ζωντανός οργανισμός που συνήθ. φυτρώνει στο έδαφος, δεν διαθέτει αισθητήρια, κινητήρια όργανα και νεύρα, και χαρακτηρίζεται από την ικανότητα φωτοσύνθεσης: αειθαλές/έρπον/ετήσιο/πολυετές/ποώδες/τροπικό/υδρόβιο/φυλλοβόλο ~. Ανθοκομικά/διακοσμητικά/κτηνοτροφικά/μελισσοκομικά/πράσινα/ψεύτικα ~ά. Ανώτερα/κατώτερα ~ά. ~ά εσωτερικού χώρου. Άνθη/είδη κήπου-~ά. Ζώα και ~ά της περιοχής. Το γένος/το λουλούδι/τα μέρη (βλ. βλαστός, κορμός, ρίζα, φύλλο)/οι σπόροι ενός ~ού. Εκχυλίσματα των ~ών ... Αναπνοή/λίπανση/φαρμακευτικές ιδιότητες/φυσιολογία των ~ών. Σύνθεση ~ών σε καλάθι. Βιοτεχνολογία/γενετική βελτίωση/έκθεση ~ών. Το ~ αναπτύσσεται/ανθίζει/μαράθηκε/φύτρωσε. Καλλιεργώ/κλαδεύω/μπολιάζω/περιποιούμαι/ποτίζω/ραντίζω/φυτεύω ένα ~. Βλ. βλάστηση, βότανα, δέντρο, κηπευτικά, λαχανικά, πρωτόφυτα, χλωρίδα. 2. (μτφ.-προφ.) για άτομο του οποίου οι φυσικές και νοητικές λειτουργίες έχουν υποστεί σοβαρή βλάβη, συνήθ. εξαιτίας ατυχήματος ή αρρώστιας: Έμεινε ~. Βλ. κλινικός θάνατος, κώμα. 3. (μτφ.-μειωτ.) για μαθητή, σπουδαστή ή φοιτητή που διαβάζει υπερβολικά ή για άνθρωπο χωρίς κριτική ικανότητα. Πβ. σπασίκλας. ● Υποκ.: φυτάριο (το): μόνο στη σημ. 1., φυτούλι (το) ● Μεγεθ.: φυτούκλα (η) & φύτουκλας (ο): στη σημ. 3. Βλ. -ούκλα., φύτουλας (ο): στη σημ. 3. Βλ. -ουλας. ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργειακά φυτά/ενεργειακές καλλιέργειες: ΟΙΚΟΛ. που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην παραγωγή βιοκαυσίμων. Βλ. βιο-ενέργεια, -μάζα, -ντίζελ, αραβόσιτος, βαμβάκι, ελαιοκράμβη, τεύτλο., αναρριχώμενα φυτά βλ. αναρριχώμενος, αρωματικά φυτά βλ. αρωματικός, καλλωπιστικά φυτά βλ. καλλωπιστικός, σαρκοφάγα/σαρκοβόρα φυτά βλ. σαρκοφάγος [< αρχ. φυτόν]

φωτεινός

φωτεινός, ή, ό φω-τει-νός επίθ. 1. που διαχέει, εκπέμπει φυσικό ή τεχνητό φως: ~ός: ήλιος. ~ή: ακτινοβολία/δέσμη/ενέργεια/κηλίδα/πηγή. ~ό: αστέρι/σώμα. ~ές: ακτίνες. ~ά: νεφελώματα/φαινόμενα.|| ~ός: πίνακας (ανακοινώσεων)/σηματοδότης (= φανάρι)/φάρος. ~ή: οθόνη/ροή (των λαμπτήρων). ~ό: αντικείμενο/ερέθισμα. ~ές: διαφημίσεις/ενδείξεις/επιγραφές/πινακίδες. ~ά: εφέ/(ΦΥΣ.) κύματα/σήματα. Ρολόι με ~ούς δείκτες (πβ. φωσφοριζέ). Πβ. φωτοβόλος. 2. που έχει ή δέχεται άπλετο φως: ~ός: δρόμος/ουρανός/χώρος. ~ή: νύχτα. ~ό: διαμέρισμα (= ευήλιο)/δωμάτιο/περιβάλλον. Τοποθετήστε τις γλάστρες σε ~ό μέρος. Πβ. κατά-, ολό-φωτος. ΑΝΤ. ζοφερός.|| (ΦΩΤΟΓΡ.) ~ός: φακός (: που επιτρέπει τη διέλευση μεγάλης ποσότητας φωτός) ΑΝΤ. σκοτεινός (1) 3. (μτφ.) εξαιρετικός, ξεχωριστός: ~ός: νους. ~ή: διάνοια/παρουσία/προσωπικότητα. ~ό: έργο/μυαλό/πνεύμα. ~ές: μορφές (της ιστορίας/χώρας).|| ~ή: διδασκαλία (πβ. εμπνευσμένος). ~ές: ιδέες. Το ~ό μέλλον/παρελθόν ενός τόπου. Πβ. εξαίρετος. 4. (μτφ.) λαμπερός, ζωηρός: ~ό: δέρμα/πρόσωπο. Έχει μεγάλα ~ά μάτια. Μας υποδέχτηκε με ένα ~ό χαμόγελο (πβ. πρόσχαρο).|| ~ή: φωτογραφία. ~ές: αποχρώσεις. ~ά: πλάνα/χρώματα (πβ. ανοιχτά, χαρούμενα· ΑΝΤ. μουντά, σκοτεινά). Διακόσμηση/μακιγιάζ σε ~ούς τόνους. Πβ. λαμπρός. ● επίρρ.: φωτεινά ● ΣΥΜΠΛ.: φωτεινή ενέργεια: ΦΥΣ. που μεταδίδεται με τη μορφή ορατής ακτινοβολίας και αποτελεί μέρος της ηλιακής ενέργειας. [< αγγλ. luminous energy, 1898] , φωτεινό παράδειγμα: για κάποιον ή κάτι που αποτελεί πρότυπο και παράδειγμα προς μίμηση: Αποτελεί/είναι ~ ~ ήθους. Με τη ζωή/στάση τους έγιναν ~ά ~ατα για τους νέους., φωτεινός παντογνώστης (συνήθ. ειρων.): πρόσωπο με πάρα πολλές γνώσεις., φωτεινή εξαίρεση βλ. εξαίρεση, φωτεινή ροή βλ. ροή, φωτεινό διάλειμμα βλ. διάλειμμα, φωτεινό μετέωρο βλ. μετέωρο [< αρχ. φωτεινός]

χημικός

χημικός, ή, ό χη-μι-κός επίθ. ΧΗΜ. 1. που σχετίζεται με τη χημεία: ~ός: δείκτης/έλεγχος προϊόντων. ~ή: βιομηχανία/επεξεργασία/ουσία/σύσταση. ~ό: διάλυμα/πείραμα. ~οί: αντιδραστήρες/διαλύτες. ~ές: διαδικασίες/διεργασίες. ~ά: δεδομένα/ερεθίσματα. Βλ. βιο~, ηλεκτρο~, ραδιο~, στερεο~, φυσικο~, φωτο~.|| ~ή: Θερμοδυναμική/Μηχανική/Ωκεανογραφία. Βλ. νευρο~. 2. που αναφέρεται στη σύνθεση χημικών ουσιών ή προϊόντων· κατ' επέκτ. που προκαλείται από τη χρήση χημικών: ~ός: καθαρισμός (βλ. βιολογικός). ~ό: πίλινγκ. ~ές: βαφές/προσμείξεις. ~ά: απόβλητα/απορρυπαντικά/λιπάσματα/τρόφιμα.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~ή: ρύπανση. ~ό: νέφος.|| ~οί: ψεκασμοί (με φυτοφάρμακα).|| ~ή: (και πυρηνική) απειλή (ενν. πολέμου). ● Ουσ.: χημικά (τα) 1. προϊόντα σε υγρή, αέρια ή στερεή μορφή, με αρνητικές συνήθ. επιπτώσεις στο περιβάλλον και τον ανθρώπινο οργανισμό: βελτιωτικά/βιομηχανικά/διαβρωτικά/επικίνδυνα/περιβαλλοντικά/τοξικά ~. ~ επεξεργασίας νερού/καθαρισμού/ψεκασμού. Βλ. πετρο~.|| Καλλιέργειες χωρίς (αγροτικά) ~ (: φυτοφάρμακα/λιπάσματα). 2. ενν. αέρια ή σπανιότ. όπλα: Οι αστυνομικοί έκαναν χρήση ~ών (βλ. δακρυ-, καπνο-γόνα).|| Επίθεση με ~., Χημικό (το) (προφ.): το αντίστοιχο πανεπιστημιακό τμήμα. ● επίρρ.: χημικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: χημική ενέργεια: ΧΗΜ.-ΦΥΣ. το σύνολο της δυναμικής ενέργειας που απαιτείται για τη συγκρότηση μορίων χημικών ενώσεων, κάτω από την επίδραση ηλεκτρομαγνητικών δυνάμεων. [< γαλλ. énergie chimique, αγγλ. chemical energy] , χημική τουαλέτα: τύπος μεταφερόμενης τουαλέτας στην οποία γίνεται χρήση υγρών χημικών, διαλυμένων σε νερό, για τον καθαρισμό των λυμάτων: ~ ~ αεροπλάνου/τροχόσπιτου. ~ές ~ες δημόσιας χρήσης. [< αγγλ. chemical toilet] , χημικός μηχανικός: απόφοιτος της Σχολής Χημικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου, ο οποίος ασχολείται με τον σχεδιασμό των εγκαταστάσεων και την παραγωγή προϊόντων στη χημική βιομηχανία. [< αγγλ. chemical engineer] , βιολογικός/πυρηνικός/χημικός πόλεμος βλ. πόλεμος, χημικά όπλα βλ. όπλο, χημικά/πολεμικά αέρια βλ. αέριο, χημική ανάλυση, χημική δίαιτα βλ. δίαιτα, χημική κινητική βλ. κινητική, χημική συγγένεια βλ. συγγένεια, χημικό στοιχείο βλ. στοιχείο, χημικό χαρτί βλ. χαρτί, χημικός τύπος βλ. τύπος [< γαλλ. chimique, αγγλ. chemic(al)]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.