Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ενέσιμος , η/ος, ο [ἐνέσιμος] ε-νέ-σι-μος επίθ.: που χορηγείται, εισάγεται ή γίνεται με ένεση: (ΦΑΡΜΑΚ.-ΙΑΤΡ.) ~η: θεραπεία/ινσουλίνη. ~ο: διάλυμα. ~α: εμφυτεύματα. Φάρμακο σε ~η μορφή.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~η (εποξειδική) ρητίνη. [< αγγλ. injectable, γαλλ. ~, 1925]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.