Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ενδεδειγμένος , η, ο [ἐνδεδειγμένος] εν-δε-δειγ-μέ-νος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που ενδείκνυται για κάτι: ~η: δόση/λύση/μέθοδος. ~α: μέτρα (= κατάλληλα). Ο πλέον ~ τρόπος/το πλέον ~ο μέσο για ... Η συμπεριφορά του είναι μη ~η (= ανάρμοστη)/δεν είναι η ~ (= αρμόζουσα, πρέπουσα). Έχει κάνει την πιο ~η επιλογή (= σωστή). Είναι ~ο να ... Πβ. πρέπων. [< αρχ. ἐνδεδειγμένος, μτχ. παθ. παρακ. του ρ. ἐνδείκνυμι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.