Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ενδιαφέρων , ουσα, ον [ἐνδιαφέρων] εν-δι-α-φέ-ρων επίθ. {ενδιαφέρ-οντος, -οντα | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών)}: που προσελκύει το ενδιαφέρον, την προσοχή: (για πρόσ.) Είναι ~ άνθρωπος/~ον άτομο.|| ~ουσα: άποψη/εμπειρία/ιστορία/περίπτωση/πρόταση/συζήτηση. ~ον: βιβλίο. ~ουσες: ταινίες/τιμές (= λογικές). ~οντα: ζητήματα. Έχει ~ον πρόσωπο (: ελκυστικό, ιδιαίτερο). ΑΝΤ. αδιάφορος (2) ● ΦΡ.: είναι σε ενδιαφέρουσα (κατάσταση) (ευφημ.): είναι έγκυος. Πβ. εγκυμονούσα. [< γαλλ. elle est dans une position intéressante] [< γαλλ. intéressant]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.