Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ενδογλωσσικός , ή, ό [ἐνδογλωσσικός] εν-δο-γλωσ-σι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ενδογλωσσική μετάφραση: μετάφραση από μια γλωσσική εξελικτική φάση σε μια άλλη (κυρ. από τα Αρχαία στα Νέα Ελληνικά). [< αγγλ. intralingual translation, 1964]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.