Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ενσταντανέ [ἐνσταντανέ] εν-στα-ντα-νέ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: στιγμιότυπο: τρυφερό ~ (βλ. τετ α τετ).|| (σε κάμερα:) Πλήκτρο για λήψεις ~ (= στιγμιαία φωτογραφία). [< γαλλ. instantané] ΕΝΣΤΑΝΤΑΝΕ

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.