Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εντάξει [ἐντάξει] ε-ντά-ξει επίρρ. 1. για δήλωση ή επιβεβαίωση συμφωνίας ή συμβιβασμού, για διακοπή, τερματισμό ή αλλαγή θέματος συζήτησης: ~ σύμφωνοι. ~ για σήμερα; ~, δεν θα αργήσω. Να μου τηλεφωνήσεις μόλις φτάσεις, ~;|| (προφ.) ~ μωρέ, μη σκας. ~, είπαμε/με έπεισες/σε άκουσα/το κατάλαβα (πβ. τέλος, φτάνει). Πβ. έχει καλώς. 2. {ως επίθ.} (προφ.) ως χαρακτηρισμός που δηλώνει έγκριση, αποδοχή· τίμιος, ειλικρινής, ξεκάθαρος: ~ δουλειά (πβ. καθαρή). ~ παιδί. Φροντίζει να είναι πάντα ~ απέναντι στους συνεργάτες του. Φάνηκε πολύ ~ άτομο (πβ. άψογος). Είσαι/νιώθεις ~ (: τα 'χεις καλά) με τον εαυτό σου; Τα έγγραφα/στοιχεία/χαρτιά σας είναι ~ (= νόμιμα, νομότυπα). 3. (προφ.) καλά, ικανοποιητικά: οικονομικά/ψυχολογικά ~. Λειτουργεί ~. Είμαι ~ στην υγεία μου.|| (κυρ. για ζευγάρι) Είμαστε ~ μεταξύ μας (: τα πάμε καλά, τα βρίσκουμε). Πβ. οκέι. ● ΦΡ.: όλα (είναι) εντάξει: όλα είναι τακτοποιημένα, υπό έλεγχο: ~ ~ με το αυτοκίνητο., ταμειακώς/ταμειακά εντάξει: (για πρόσ.) που έχει καταβάλει εισφορές, συνδρομές: Τα ~ ~ μέλη του συλλόγου/σωματείου. [< αρχ. φρ. ἐν τάξει ‘με τρόπο τακτοποιημένο’, γερμ. in Ordnung]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.