εντάξει [ἐντάξει] ε-ντά-ξει επίρρ. 1. για δήλωση ή επιβεβαίωση συμφωνίας ή συμβιβασμού, για διακοπή, τερματισμό ή αλλαγή θέματος συζήτησης: ~ σύμφωνοι. ~ για σήμερα; ~, δεν θα αργήσω. Να μου τηλεφωνήσεις μόλις φτάσεις, ~;|| (προφ.) ~ μωρέ, μη σκας. ~, είπαμε/με έπεισες/σε άκουσα/το κατάλαβα (πβ. τέλος, φτάνει). Πβ. έχει καλώς.2. {ως επίθ.} (προφ.) ως χαρακτηρισμός που δηλώνει έγκριση, αποδοχή· τίμιος, ειλικρινής, ξεκάθαρος: ~ δουλειά (πβ. καθαρή). ~ παιδί. Φροντίζει να είναι πάντα ~ απέναντι στους συνεργάτες του. Φάνηκε πολύ ~ άτομο (πβ. άψογος). Είσαι/νιώθεις ~ (: τα 'χεις καλά) με τον εαυτό σου; Τα έγγραφα/στοιχεία/χαρτιά σας είναι ~ (= νόμιμα, νομότυπα).3. (προφ.) καλά, ικανοποιητικά: οικονομικά/ψυχολογικά ~. Λειτουργεί ~. Είμαι ~ στην υγεία μου.|| (κυρ. για ζευγάρι) Είμαστε ~ μεταξύ μας (: τα πάμε καλά, τα βρίσκουμε). Πβ. οκέι. ● ΦΡ.: όλα (είναι) εντάξει: όλα είναι τακτοποιημένα, υπό έλεγχο: ~ ~ με το αυτοκίνητο., ταμειακώς/ταμειακά εντάξει: (για πρόσ.) που έχει καταβάλει εισφορές, συνδρομές: Τα ~ ~ μέλη του συλλόγου/σωματείου. [< αρχ. φρ. ἐν τάξει ‘με τρόπο τακτοποιημένο’, γερμ. in Ordnung]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.