Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εντέλλομαι [ἐντέλλομαι] ε-ντέλ-λο-μαι ρ. (μτβ.) {μόνο στον ενεστ. | μτχ. εντελλ-όμενος, εντεταλμένος} (επίσ.): δίνω εντολή να γίνει κάτι: Ο πρόεδρος του ΔΣ ~εται την πληρωμή των δαπανών.|| (καταχρ.) Υπάλληλοι που ~ονται (: λαμβάνουν διαταγή) να εφαρμόσουν την εγκύκλιο.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Τα ~όμενα (= Υπηρεσία ~ομένων εξόδων). ● βλ. εντεταλμένος [< αρχ. ἐντέλλομαι]

εντεταλμένος

εντεταλμένος, η, ο [ἐντεταλμένος] ε-ντε-ταλ-μέ-νος επίθ. (επίσ.): που έχει αναλάβει να εκτελέσει μια εντολή ή να φέρει σε πέρας μια αποστολή: ~ος: εκπρόσωπος/ερευνητής (βλ. δόκιμος). ~η: επιτροπή.|| (ως ουσ., συχνά με κεφαλ. το αρχικό Ε) Ειδικός ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης/των ΗΠΑ (πβ. απεσταλμένος, εκπρόσωπος). ~ διδασκαλίας (στη βαθμίδα του Λέκτορα/στο Πανεπιστήμιο). Πβ. αρμόδιος.|| (κατ' επέκτ.) ~η: επιτήρηση/υπηρεσία (= ανατεθείσα). ● βλ. εντέλλομαι [< αρχ. ἐντεταλμένος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.