εντέλλομαι [ἐντέλλομαι] ε-ντέλ-λο-μαι ρ. (μτβ.) {μόνο στον ενεστ. | μτχ. εντελλ-όμενος, εντεταλμένος} (επίσ.): δίνω εντολή να γίνει κάτι: Ο πρόεδρος του ΔΣ ~εται την πληρωμή των δαπανών.|| (καταχρ.) Υπάλληλοι που ~ονται (: λαμβάνουν διαταγή) να εφαρμόσουν την εγκύκλιο.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Τα ~όμενα (= Υπηρεσία ~ομένων εξόδων). ● βλ. εντεταλμένος [< αρχ. ἐντέλλομαι]
εντεταλμένος
εντεταλμένος, η, ο [ἐντεταλμένος] ε-ντε-ταλ-μέ-νος επίθ. (επίσ.): που έχει αναλάβει να εκτελέσει μια εντολή ή να φέρει σε πέρας μια αποστολή: ~ος: εκπρόσωπος/ερευνητής (βλ. δόκιμος). ~η: επιτροπή.|| (ως ουσ., συχνά με κεφαλ. το αρχικό Ε) Ειδικός ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης/των ΗΠΑ (πβ. απεσταλμένος, εκπρόσωπος). ~ διδασκαλίας (στη βαθμίδα του Λέκτορα/στο Πανεπιστήμιο). Πβ. αρμόδιος.|| (κατ' επέκτ.) ~η: επιτήρηση/υπηρεσία (= ανατεθείσα). ● βλ. εντέλλομαι [< αρχ. ἐντεταλμένος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.