Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ενωσιακός , ή, ό [ἑνωσιακός] ε-νω-σι-α-κός επίθ.: που αναφέρεται κυρ. στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σπανιότ. στη συνεργασία, σύμπραξη δύο ή περισότερων φορέων, σωματείων: ~ός: προϋπολογισμός. ~ή: στρατηγική. ~ό: δίκαιο. ~ά: (θεσµικά) όργανα. Πβ. ευρωπαϊκός, κοινοτικός.|| (ΑΘΛ.) ~ός: προπονητής. ~ό: γήπεδο/πρωτάθλημα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.