Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ενόρμηση [ἐνόρμηση] ε-νόρ-μη-ση ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΨΥΧΑΝ. ισχυρή και συνήθ. ασυνείδητη ενδογενής ώθηση του ατόμου για δράση, προκειμένου να μειωθεί μία κατάσταση διέγερσης του οργανισμού του: επιθετική ~. ~ θανάτου (πβ. ένστικτο). Σεξουαλικές ~ήσεις (βλ. λίμπιντο). ~ήσεις αυτοσυντήρησης (βλ. δίψα, πείνα). Απελευθέρωση (βλ. κάθαρση)/απώθηση/ικανοποίηση των ~ήσεων. Βλ. παρόρμηση. [< γερμ. Trieb]

δίψα

δίψαδί-ψα ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣΙΟΛ. η ανάγκη λήψης υγρού, κυρ. νερού: Το αίσθημα της πείνας και της ~ας. To αλάτι προκαλεί ~. Βλ. αφυδάτωση, πολυδιψία.|| (εμφατ.) Κόλλησε/ξεράθηκε/στέγνωσε το στόμα μου από τη ~. Υποφέρει από ~. Έχω μια ~! 2. (μτφ.) ακατανίκητη επιθυμία: ασίγαστη/κρυφή/πνευματική ~. ~ για αγάπη/δουλειά/ζωή/μάθηση. H ~ της γνώσης. Πβ. διακαής πόθος, θέληση, λαχτάρα.|| (αρνητ. συνυποδ.) Aκόρεστη ~ για αίμα/δόξα/τίτλους/χρήμα. Δεν ικανοποίησε τη ~ του για εκδίκηση. Τίποτα δεν μπορεί να σβήσει τη ~ τους για την εξουσία (: το πάθος). ΣΥΝ. πείνα (3) ● ΣΥΜΠΛ.: απεργία πείνας/δίψας βλ. απεργία ● ΦΡ.: πεθαίνω της δίψας/από τη δίψα/στη δίψα: διψώ πάρα πολύ. [< αρχ. δίψα]

παρόρμηση

παρόρμησηπα-ρόρ-μη-ση ουσ. (θηλ.): έντονη, ξαφνική και συνήθ. υποσυνείδητη τάση ή ώθηση για την εκτέλεση πράξης: ερωτική/εσωτερική/ισχυρή ~. ~ για δράση. ~ της στιγμής. Ελέγχει τις ~ήσεις του. Βλ. ένστικτο. [< αρχ. παρόρμησις 'παρακίνηση', γαλλ. impulsion]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.