ενόρμηση [ἐνόρμηση] ε-νόρ-μη-ση ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΨΥΧΑΝ. ισχυρή και συνήθ. ασυνείδητη ενδογενής ώθηση του ατόμου για δράση, προκειμένου να μειωθεί μία κατάσταση διέγερσης του οργανισμού του: επιθετική ~. ~ θανάτου (πβ. ένστικτο). Σεξουαλικές ~ήσεις (βλ. λίμπιντο). ~ήσεις αυτοσυντήρησης (βλ. δίψα, πείνα). Απελευθέρωση (βλ. κάθαρση)/απώθηση/ικανοποίηση των ~ήσεων. Βλ. παρόρμηση. [< γερμ. Trieb]
δίψα
δίψαδί-ψα ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣΙΟΛ. η ανάγκη λήψης υγρού, κυρ. νερού: Το αίσθημα της πείνας και της ~ας. To αλάτι προκαλεί ~. Βλ. αφυδάτωση, πολυδιψία.|| (εμφατ.) Κόλλησε/ξεράθηκε/στέγνωσε το στόμα μου από τη ~. Υποφέρει από ~. Έχω μια ~!2. (μτφ.) ακατανίκητη επιθυμία: ασίγαστη/κρυφή/πνευματική ~. ~ για αγάπη/δουλειά/ζωή/μάθηση. H ~ της γνώσης. Πβ. διακαής πόθος, θέληση, λαχτάρα.|| (αρνητ. συνυποδ.) Aκόρεστη ~ για αίμα/δόξα/τίτλους/χρήμα. Δεν ικανοποίησε τη ~ του για εκδίκηση. Τίποτα δεν μπορεί να σβήσει τη ~ τους για την εξουσία (: το πάθος). ΣΥΝ. πείνα (3) ● ΣΥΜΠΛ.: απεργία πείνας/δίψας βλ. απεργία ● ΦΡ.: πεθαίνω της δίψας/από τη δίψα/στη δίψα: διψώ πάρα πολύ. [< αρχ. δίψα]
παρόρμηση
παρόρμησηπα-ρόρ-μη-ση ουσ. (θηλ.): έντονη, ξαφνική και συνήθ. υποσυνείδητη τάση ή ώθηση για την εκτέλεση πράξης: ερωτική/εσωτερική/ισχυρή ~. ~ για δράση. ~ της στιγμής. Ελέγχει τις ~ήσεις του. Βλ. ένστικτο. [< αρχ. παρόρμησις 'παρακίνηση', γαλλ. impulsion]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.