Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εξέχει [ἐξέχει] ε-ξέ-χει ρ. (αμτβ.) {εξείχε, εξείχαν (παρατ. που χρησιμοποιείται κ. ως αόρ.)}: σχηματίζει προεξοχή σε επιφάνεια ή ευθεία: Βράχος που ~ από τη θάλασσα. Ρίζες φυτού που εξείχαν από το έδαφος. Πβ. προ~. [< αρχ. ἐξέχω ‘προεξέχω, διαπρέπω’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.