εξαίρω [ἐξαίρω] ε-ξαί-ρω ρ. (μτβ.) {εξήρε, εξάρει, εξαίρ-εται, εξαρ-θεί, εξαίρ-οντας} (λόγ.) 1. επαινώ, εγκωμιάζω: Ο πρόεδρος εξήρε το έργο του προκατόχου του. ~εται η προσφορά/ο ρόλος της. Πβ. εκθειάζω, παινεύω.2. τονίζω, υπογραμμίζω: Θα ήθελα να εξάρω τη σημασία της αιμοδοσίας. Πβ. αναδεικνύω, προβάλλω. [< αρχ. ἐξαίρω ‘σηκώνω, ανυψώνω’]
εξαιρώ [ἐξαιρῶ] ε-ξαι-ρώ ρ. (μτβ.) {εξαιρ-είς ... | εξαίρ-εσε, -είται (μτχ. εξαιρούμενος, -η, -ο), -έθηκε (λόγ. μτχ. εξαιρεθ-είς, -είσα, -έν), -εθεί, εξαιρ-ώντας} 1. διαφοροποιώ, παραλείπω από σύνολο: Μιλώ για όλους και δεν ~ τον εαυτό μου. Αν ~έσουμε ελάχιστα λάθη, το γραπτό είναι άριστο. Ποια κεφάλαια ~ούνται από την εξεταστέα ύλη; (λόγ.) Αεροσκάφος δυναμικότητας ... επιβατών, ~ουμένου του πληρώματος. Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι, εμού μη ~ουμένου. Σε πολλές χώρες του κόσμου, μηδέ της δικής μας εξαιρουμένης, .... Πβ. διακρίνω, δια-, ξε-χωρίζω. ΑΝΤ. συμπεριλαμβάνω 2. ΝΟΜ. {συνήθ. μεσοπαθ.} αποκλείω από νόμιμο δικαίωμα ή απαλλάσσω από καθήκον λόγω ειδικών συνθηκών: Ο νόμος ρητά ~εί τους ... ~έθηκε από μάρτυρας/τη συμμετοχή σε διαγωνισμό/την υποχρέωση στράτευσης/τη φορολογία. Αυθαίρετα κτίρια που ~ούνται από την κατεδάφιση. ● Παθ.: εξαιρείται {στο γ' πρόσ.}: ΓΡΑΜΜ. (για γλωσσικό στοιχείο) αποκλίνει από τον γενικό κανόνα: ~ούνται τα ονόματα σε ... ● ΦΡ.: μηδενός εξαιρουμένου /μηδεμιάς εξαιρουμένης (λόγ.): χωρίς να εξαιρείται κανένας/καμία: Όλοι είναι ίσοι έναντι του νόμου, μηδενός εξαιρουμένου., οι παρόντες εξαιρούνται (συνήθ. χιουμορ.): για να δηλωθεί ότι η κριτική που ασκείται δεν αναφέρεται στους ακροατές: Οι περισσότεροι, ~ ~ φυσικά, δεν ξέρουν τι τους γίνεται! [< 1: αρχ. ἐξαιρῶ, γαλλ. excepter, à l΄exception de 2: γαλλ. exempter]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.