Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εξακοντίζω [ἐξακοντίζω] ε-ξα-κο-ντί-ζω ρ. (μτβ.) {εξακόντι-σε, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος, εξακοντίζ-οντας} (λόγ.) 1. ρίχνω ή πετώ κάτι με δύναμη: Οι διαδηλωτές ~σαν πέτρες κατά των ... Βέλος/βλήμα/ρουκέτα που ~στηκε από μεγάλη απόσταση. Πβ. εκσφενδονίζω, εκτοξεύω, εξαπολύω. 2. (μτφ.) επιτίθεμαι φραστικά, απευθύνω απειλές, βαρείς χαρακτηρισμούς: ~σε υβριστικούς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς εναντίον ... Πβ. εκστομίζω. 3. (μτφ.) αυξάνω ή ανεβάζω κάτι απότομα, εκτινάσσω: Στους 45 βαθμούς ~στηκε ο υδράργυρος. Οι μετοχές/πωλήσεις/τιμές ~στηκαν στα ύψη. [< αρχ. ἐξακοντίζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.