Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εξαμαρτείν [ἐξαμαρτεῖν] ε-ξα-μαρ-τείν {άκλ.} (αρχαιοπρ.): μόνο στη ● ΦΡ.: το δις εξαμαρτείν (ουκ ανδρός σοφού): η επανάληψη ενός λάθους δηλώνει έλλειψη σωφροσύνης. [< αρχ. ἐξαμαρτεῖν, απαρέμφατο αορ. β’ του ρ. ἐξαμαρτάνω ‘διαπράττω σφάλμα’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.