εξωγλωσσικός , ή, ό [ἐξωγλωσσικός] ε-ξω-γλωσ-σι-κός επίθ.: ΓΛΩΣΣ. που σχετίζεται με στοιχεία που δεν ανήκουν στη γλώσσα, αλλά συμβάλλουν στην επικοινωνία, όπως το φύλο, η ηλικία, η κατάσταση του ομιλητή: ~ό: περιβάλλον. ~ή: πραγματικότητα. Βλ. παραγλωσσ-, πραγματολογ-ικός. ● ΣΥΜΠΛ.: εξωγλωσσικά στοιχεία βλ. στοιχείο [< αγγλ. extralinguistic, 1927, extra-lingual, 1961]
στοιχειό
στοιχειό στοι-χειό ουσ. (ουδ.) 1. ΛΑΟΓΡ. πνεύμα νεκρού ανθρώπου ή ζώου που κατοικεί και προστατεύει το μέρος όπου πέθανε και γενικότ. κάθε υπερφυσικό ον, συνήθ. κακοποιό: το ~ του γεφυριού/πηγαδιού/σπιτιού.|| Κακό/καλό ~. Το ~ του δάσους/της θάλασσας (βλ. γοργόνα)/της λίμνης. Πβ. αερικό, δαιμόνιο, ξωτικό, τελώνιο. Βλ. καλικάντζαρος, νεράιδα, φάντασμα.2. (μτφ.) για άνθρωπο με αποκρουστικό παρουσιαστικό, συνήθ. ψηλό και αδύνατο. Πβ. χτικιό. [< μεσν. στοιχείον]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.