εξόρμηση [ἐξόρμηση] ε-ξόρ-μη-ση ουσ. (θηλ.) 1. μαζική μετακίνηση ανθρώπων, συνήθ. για αναψυχή: ανοιξιάτικη/εκδρομική/εκπαιδευτική/ορειβατική/ποδηλατική/χριστουγεννιάτικη ~. ~ στο δάσος/στα νησιά/στις παραλίες/στην ύπαιθρο. Διήμερη χειμερινή ~ για σκι. Ορειβατικός σύλλογος που διοργανώνει ~ήσεις. Πβ. απόδραση, εκδρομή. Βλ. περιήγηση.2. οργανωμένη δράση που αναλαμβάνουν τα μέλη οργάνωσης, φορέα, κόμματος, προκειμένου να πετύχουν ορισμένο στόχο: διαφημιστική/ενημερωτική/οικονομική/πολιτική ~. ~ δενδροφύτευσης. ~ για τον καθαρισμό των ακτών. ~ της Τροχαίας για το παράνομο παρκάρισμα. Σειρά ~ήσεων και εκδηλώσεων. Πβ. εκστρατεία, καμπάνια.3. εξαπόλυση επίθεσης από τον στρατό: επιθετική/νικηφόρα ~. Πβ. εισβολή, επιδρομή. [< πβ. μτγν. ἐξόρμησις ‘παρακίνηση, ορμή’, γαλλ. expédition]
περιήγηση
περιήγησηπε-ρι-ή-γη-ση ουσ. (θηλ.) 1. επίσκεψη σε έναν χώρο, μια περιοχή για ερευνητικούς ή ψυχαγωγικούς λόγους: οργανωμένη/τουριστική ~. ~ στα αξιοθέατα/στο νησί/στην πόλη. ~ με ποδήλατο. Πβ. οδοιπορικό.|| (μτφ.) Εικονική/φωτογραφική/ψηφιακή ~. ~ στην ιστορία.2. ΔΙΑΔΙΚΤ. άνοιγμα και μελέτη ιστοσελίδων: ασφαλής ~. Πρόγραμμα (= περιηγητής)/ταχύτητα ~ης. Πβ. πλοήγηση, σερφάρισμα. [< 1: μτγν. περιήγησις 2: αγγλ. browsing]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.