Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εξόρμηση [ἐξόρμηση] ε-ξόρ-μη-ση ουσ. (θηλ.) 1. μαζική μετακίνηση ανθρώπων, συνήθ. για αναψυχή: ανοιξιάτικη/εκδρομική/εκπαιδευτική/ορειβατική/ποδηλατική/χριστουγεννιάτικη ~. ~ στο δάσος/στα νησιά/στις παραλίες/στην ύπαιθρο. Διήμερη χειμερινή ~ για σκι. Ορειβατικός σύλλογος που διοργανώνει ~ήσεις. Πβ. απόδραση, εκδρομή. Βλ. περιήγηση. 2. οργανωμένη δράση που αναλαμβάνουν τα μέλη οργάνωσης, φορέα, κόμματος, προκειμένου να πετύχουν ορισμένο στόχο: διαφημιστική/ενημερωτική/οικονομική/πολιτική ~. ~ δενδροφύτευσης. ~ για τον καθαρισμό των ακτών. ~ της Τροχαίας για το παράνομο παρκάρισμα. Σειρά ~ήσεων και εκδηλώσεων. Πβ. εκστρατεία, καμπάνια. 3. εξαπόλυση επίθεσης από τον στρατό: επιθετική/νικηφόρα ~. Πβ. εισβολή, επιδρομή. [< πβ. μτγν. ἐξόρμησις ‘παρακίνηση, ορμή’, γαλλ. expédition]

περιήγηση

περιήγησηπε-ρι-ή-γη-ση ουσ. (θηλ.) 1. επίσκεψη σε έναν χώρο, μια περιοχή για ερευνητικούς ή ψυχαγωγικούς λόγους: οργανωμένη/τουριστική ~. ~ στα αξιοθέατα/στο νησί/στην πόλη. ~ με ποδήλατο. Πβ. οδοιπορικό.|| (μτφ.) Εικονική/φωτογραφική/ψηφιακή ~. ~ στην ιστορία. 2. ΔΙΑΔΙΚΤ. άνοιγμα και μελέτη ιστοσελίδων: ασφαλής ~. Πρόγραμμα (= περιηγητής)/ταχύτητα ~ης. Πβ. πλοήγηση, σερφάρισμα. [< 1: μτγν. περιήγησις 2: αγγλ. browsing]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.