Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εξόστωση [ἐξόστωση] ε-ξό-στω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. καλοήθης όγκος στην επιφάνεια οστού: ~ώσεις φτέρνας. Πβ. οστεόφυτα, οστέωμα. [< αρχ. ἐξόστωσις ‘εξόγκωση του οστού’, γαλλ. exostose, αγγλ. exostosis]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.