επίθετο [ἐπίθετο] ε-πί-θε-το ουσ. (ουδ.) {επιθέτ-ου | -ων} 1. ΓΡΑΜΜ. μέρος του λόγου το οποίο προσδιορίζει ουσιαστικό και εκφράζει ιδιότητα, χαρακτηριστικό γνώρισμα ή εξειδικεύει ένα πράγμα, διαφοροποιώντας το από κάτι άλλο (π.χ. το "άσπρος" στο "άσπρος τοίχος"): ουσιαστικοποιημένο (: που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. η Ελληνική (ενν. γλώσσα))/ρηματικό (: παράγωγο από ρήμα, π.χ. παραδίδω > παραδοτ-έος) ~. ~ τριγενές και δικατάληκτο (π.χ. ευσεβής, -ής, -ές). Απόλυτα (π.χ. ένας/μία/ένα)/αριθμητικά/τακτικά (π.χ. πρώτος, -η, -ο) ~α. Ο αριθμός/το γένος/οι καταλήξεις/η κλίση/οι πτώσεις των ~ων. Τα παραθετικά των ~ων. Βλ. επιθετικός/κατηγορηματικός προσδιορισμός, κατηγορούμενο.|| ~α που έχουν αποδοθεί στην Παναγία.2. (επίσ.) επώνυμο: οικογενειακό ~. Όνομα και ~. Χρήση ~ου συζύγου (ενν. από γυναίκα). Πβ. οικογενειακό όνομα. Βλ. παρατσούκλι, παρωνύμιο, πατρώνυμο, προσωνυμία. ● ΣΥΜΠΛ.: κοσμητικά επίθετα βλ. κοσμητικός [< 1: αρχ. ἐπίθετον, γαλλ. épithète 2: μτγν. φρ. ἐπίθετον ὄνομα, γαλλ. surnom]
κοσμητικός
κοσμητικός, ή, ό κο-σμη-τι-κός επίθ. 1. & (σπάν.) κοσμετικός: που σχετίζεται με την κοσμητική: ~ός: χειρουργός. ~ή: δερματολογία/οδοντιατρική. ~οί: φακοί επαφής (= έγχρωμοι). ~ές: επεμβάσεις (στον μαστό· πβ. πλαστική)/θεραπείες/ουσίες. Μέθοδος που προσφέρει άριστο ~ό αποτέλεσμα. Τεχνικές λέιζερ που χρησιμοποιούνται για ~ούς λόγους/σκοπούς. Πβ. αισθητ-, επανορθωτ-ικός.2. (λόγ.) διακοσμητικός: κατασκευαστικές και ~ές αλλαγές. ● Ουσ.: κοσμητικά (τα): προϊόντα ομορφιάς, καλλυντικά: βιομηχανία φαρμάκων και ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: κοσμητικά επίθετα1. ΓΡΑΜΜ. (κυρ. παλαιότ.) με τα οποία αποδίδεται σε ουσιαστικό μια χαρακτηριστική ιδιότητα: π.χ. φουρτουνιασμένη θάλασσα. Βλ. καλολογικά στοιχεία.2. (μτφ.-ειρων.) υβριστικός, μειωτικός χαρακτηρισμός: ανταλλαγή ~ών ~ων. Με έλουσε/στόλισε με όλων των ειδών τα ~ ~. Πβ. βρισιά., αισθητική/κοσμητική ιατρική βλ. αισθητικός [< αρχ. κοσμητικός ‘σχετικός με την τακτοποίηση ή τη διακόσμηση’ 1: γαλλ. cosmétique, αγγλ. cosmetic]
παρατσούκλι
παρατσούκλι πα-ρα-τσού-κλι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): όνομα που δίνεται σε κάποιον, συνήθ. ειρων. ή χιουμορ., με βάση κάποιο χαρακτηριστικό του: χαϊδευτικό ~. Του έβγαλαν/έμεινε/κόλλησαν το ~ ... Πβ. παρωνύμιο. Βλ. προσωνυμία. ΣΥΝ. παρανόμι [< μεσν. παρατσούκλιον]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.