Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • επαίρομαι [ἐπαίρομαι] ε-παί-ρο-μαι ρ. (αμτβ.) {επαιρόμ-ενος} (απαιτ. λεξιλόγ.): υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι υπερβολικά: Η κυβέρνηση ~εται ότι ... Μην ~εσαι για τον εαυτό σου/τις επιδόσεις σου. Δεν ~όμαστε ότι τα καταφέραμε. Πβ. κοκορεύομαι, κομπάζω, κομπορρημονώ. Βλ. θριαμβολογώ, καμαρώνω. ● βλ. επηρμένος [< αρχ. ἐπαίρομαι]

επηρμένος

επηρμένος, η, ο [ἐπηρμένος] ε-πηρ-μέ-νος επίθ. (λόγ.) & επαρμένος: (για πρόσ.) αλαζόνας· (για συμπεριφορά) που φανερώνει έπαρση: ~ και εγωκεντρικός/ματαιόδοξος. Πβ. ξιπασμένος, σνομπ, υπερ-όπτης, -φίαλος.|| ~η: δήλωση. ~ο: ύφος. ~α: λόγια. ● επίρρ.: επηρμένα ● βλ. επαίρομαι [< αρχ. ἐπηρμένος, μτχ. παθ. παρακ. του ρ. ἐπαίρομαι]

θριαμβολογώ

θριαμβολογώ [θριαμβολογῶ] θρι-αμ-βο-λο-γώ ρ. (αμτβ.) {θριαμβολογ-είς ..., -ώντας | θριαμβολόγ-ησα, -ήσει}: εκφράζω έντονα τον ενθουσιασμό μου, καυχιέμαι για μια επιτυχία: ~εί για τη νίκη. ~εί γιατί επαληθεύτηκαν οι προβλέψεις της. Πβ. γιορτάζω, πανηγυρίζω. Βλ. -λογώ.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.