Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • επαγγελματίας [ἐπαγγελματίας] ε-παγ-γελ-μα-τί-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {επαγγελματι-ών} ΑΝΤ. ερασιτέχνης 1. πρόσωπο που ασκεί ορισμένο επάγγελμα: αυτοαπασχολούμενος ~. Οδηγός ~ών και επιχειρήσεων. Άδεια ~α (= επαγγελματική).|| (ως επίθ.) ~ δημοσιογράφος/ποδοσφαιριστής/σκηνοθέτης/φωτογράφος. (ΣΤΡΑΤ.) ~ Οπλίτης (ακρ. ΕΠ.ΟΠ.). Βλ. μικρο~. 2. αυτός που ασκεί το επάγγελμά του σωστά και ευσυνείδητα, με αυστηρή προσήλωση στη δεοντολογία· αρνητ. συνυποδ. άτομο που προτάσσει το επαγγελματικό και οικονομικό συμφέρον του: εξαιρετική ~. Είναι σωστός ~. Δουλειά ~α. Βλ. επαγγελματισμός.|| Αδίστακτος/στυγνός ~. 3. (μτφ.) πρόσωπο που κάνει συστηματικά και μεθοδικά κάτι, συνήθ. κακό: (ειρων.) οι ~ες της βίας.|| (ως επίθ.) ~ κλέφτης/οπαδός. (μειωτ.) ~ φοιτητής (= αιώνιος). Εργατοπατέρας και ~ συνδικαλιστής. Πβ. εξ επαγγέλματος, κατ' επάγγελμα.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ πελάτης (: που διαθέτει την πείρα, τις γνώσεις και την εξειδίκευση ώστε να λαμβάνει τις δικές του επενδυτικές αποφάσεις. ΑΝΤ. ιδιώτης). ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερος επαγγελματίας: πρόσωπο που ρυθμίζει μόνο του τις συνθήκες εργασίας του, χωρίς να εξαρτάται από εργοδότη: ~ ~ μηχανικός. Εργάζεται ως ~ ~. Μισθωτοί και ~οι ~ες. Πβ. αυτοαπασχολούμενος. ΣΥΝ. ελευθεροεπαγγελματίας, επαγγελματίας υγείας βλ. υγεία [< γαλλ. professionnel]

επαγγελματισμός

επαγγελματισμός [ἐπαγγελματισμός] ε-παγ-γελ-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.): επαγγελματική ευσυνειδησία, υπευθυνότητα, συνέπεια, εντιμότητα, τήρηση της δεοντολογίας: η εξειδίκευση/η κατάρτιση/η τεχνογνωσία και ο ~ του προσωπικού. Εργαζόμενοι που επιδεικνύουν υψηλό βαθμό ~ού. Πβ. επαγγελματικότητα. Βλ. -ισμός, υπερ~. ΑΝΤ. ερασιτεχνισμός (1) [< γαλλ. professionnalisme, 1934]

υγεία

υγεία [ὑγεία] υ-γεί-α ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γεια & υγειά 1. φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού, κατάσταση σωματικής και ψυχικής ευεξίας: ατσάλινη/δημόσια/διαταραγμένη/ευαίσθητη/εύθραυστη/κλονισμένη/κοινωνική/πνευματική ~. Η ανθρώπινη ~ (= η ~ του ανθρώπου). Η ~ των ζώων/των φυτών. Περιβαλλοντική ~. Βλάπτω/καταστρέφω/προσέχω/ρισκάρω/φροντίζω την ~ μου. Βιβλιάριο/επαγγέλματα/πιστοποιητικό/ταμείο ~ας. Το χρώμα της ~ας (: κυρ. το ροδαλό). Κοινωνικοί προσδιοριστές της ~ας (: φτώχεια, ρατσισμός, σεξισμός). Κάτι έχει επιπτώσεις/κάνει καλό στην ~. Eίμαι άσχημα/πολύ καλά/περίφημα στην ~ μου. Πίνω στην υγειά σου. (ως ευχή σε γιορτή ή γενέθλια) Kαι του χρόνου με ~! Πάνω απ' όλα η ~. ~ και καλή καρδιά (: συνήθ. σε περιπτώσεις όπου δεν συνέβη κάτι επιθυμητό). Ευχές για ~ και ευτυχία. Λόγοι/προβλήματα ~ας με αναγκάζουν να πάρω άδεια. Επείγοντα περιστατικά ~ας. H κατάσταση της ~ας του δεν εμπνέει ανησυχία. Σκάει από ~/χαίρει άκρας ~ας (= είναι μια χαρά στην ~ του). 2. (για κοινωνία ή κράτος) οι αρχές, οι κανόνες και γενικότ. ο τομέας των υπηρεσιών υγείας: δημόσια ~. Eθνικό Σύστημα ~ας (ακρ. EΣY). Πρωτοβάθμια (ακρ. ΠΦΥ)/δευτεροβάθμια/τριτοβάθμια φροντίδα ~ας. Παγκόσμια Oργάνωση ~ας (ακρ. ΠΟΥ). ● ΣΥΜΠΛ.: επαγγελματίας υγείας: φυσικό πρόσωπο με κατάλληλη πιστοποίηση και άδεια που παρέχει υγιεονομική περίθαλψη., Κέντρο Υγείας: σταθμός υγειονομικής περίθαλψης που βρίσκεται συνήθ. στην περιφέρεια., μοντέλο πεποιθήσεων για την υγεία: το οποίο εξετάζει τους παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά ενός ατόμου σε σχέση με θέματα πρόληψης ασθενειών., αγωγή υγείας βλ. αγωγή, επισκέπτης υγείας βλ. επισκέπτης, επισκέπτρια, χαρτί υγείας/τουαλέτας βλ. χαρτί, ψυχική υγεία βλ. ψυχικός ● ΦΡ.: βρίσκω την υγειά μου: (συνήθ. στο τέλος πρότασης) απαλλάσσομαι από πρόβλημα και γενικότ. ανεπιθύμητη κατάσταση: Μετακόμισα σε ήσυχη γειτονιά και βρήκα ~., και σε/εις άλλα με υγεία: ως ευχή για να υπάρξουν και άλλες ευχάριστες στιγμές και να τις χαρεί κάποιος με υγεία., με τις υγείες σου/σας! 1. ως ευχή σε κάποιον που μόλις φτερνίστηκε. ΣΥΝ. γεια σου!, γείτσες 2. (ειρων.) ως έκφραση προς κάποιον που βιώνει μια αρνητική κατάσταση ή μια αποτυχία. Πβ. καλοχώνευτος. 3. ως ευχή σε κάποιον που μόλις έφαγε ή ήπιε., στην υγειά (σου/του/μας) & (λογ.) εις υγείαν: τυπική ευχή σε πρόποση. ΣΥΝ. γεια μας!, εβίβα & βίβα, (για) να δεις/δει την υγειά σου/του βλ. βλέπω, εις υγείαν/στην υγεία των κορόιδων/του κορόιδου βλ. κορόιδο [< αρχ. ὑγίεια, μτγν. ὑγεία]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.