Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • επαγωγή [ἐπαγωγή] ε-πα-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) μέθοδος σκέψης που καταλήγει στη διατύπωση γενικού νόμου ή κανόνα, ξεκινώντας από την εξέταση επιμέρους περιπτώσεων: λογική ~. Βλ. συν~. ΑΝΤ. απαγωγή (2), παραγωγή (5) 2. ΦΥΣ. πρόκληση ηλεκτρεγερτικής δύναμης σε ηλεκτρικό κύκλωμα εξαιτίας μαγνητικού πεδίου, ειδικότ. με μεταβολή της μαγνητικής ροής: ηλεκτρομαγνητική/(σπανιότ.) ηλεκτρική ~. Αμοιβαία ~ μεταξύ δύο πηνίων. Ο νόµος της ~ής. Φόρτιση με ~/(λόγ.) εξ ~ής. Βλ. αυτ~. ● ΣΥΜΠΛ.: επαγωγή κληρονομιάς & (λόγ.) κληρονομίας: ΝΟΜ. προσωρινή κτήση κληρονομιάς με δικαίωμα αποποίησης, που πραγματοποιείται αυτοδικαίως με τον θάνατο αυτού που κληρονομείται., επαγωγή όρκου: ΝΟΜ. απαίτηση που επιβάλλεται από διάδικο σε αντίδικό του να βεβαιώσει ενόρκως τα λεγόμενά του. , μαγνητική επαγωγή ΦΥΣ. 1. ένταση μαγνητικού πεδίου. Βλ. τέσλα. 2. μετατροπή υλικού σε μαγνήτη υπό την επίδραση μαγνητικού πεδίου. [< γαλλ. induction magnétique] , μαθηματική επαγωγή & τέλεια επαγωγή: ΜΑΘ. μέθοδος που αποδεικνύει ότι μια πρόταση στην οποία αναφέρεται ένας φυσικός αριθμός ισχύει για όλους τους υπόλοιπους φυσικούς αριθμούς και οδηγεί σε απολύτως ασφαλή αποτελέσματα. [< 1: αρχ. ἐπαγωγή 2: γαλλ. induction]

τέσλα

τέσλα τέ-σλα ουσ. (ουδ.) {άκλ.} : ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης της πυκνότητας μαγνητικής ροής (σύμβ. Τ). Βλ. επαγωγή, μάξγουελ. [< αμερικ. tesla, 1958, γαλλ. ~, περ. 1950]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.