επαγωγή [ἐπαγωγή] ε-πα-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) μέθοδος σκέψης που καταλήγει στη διατύπωση γενικού νόμου ή κανόνα, ξεκινώντας από την εξέταση επιμέρους περιπτώσεων: λογική ~. Βλ. συν~. ΑΝΤ. απαγωγή (2), παραγωγή (5) 2. ΦΥΣ. πρόκληση ηλεκτρεγερτικής δύναμης σε ηλεκτρικό κύκλωμα εξαιτίας μαγνητικού πεδίου, ειδικότ. με μεταβολή της μαγνητικής ροής: ηλεκτρομαγνητική/(σπανιότ.) ηλεκτρική ~. Αμοιβαία ~ μεταξύ δύο πηνίων. Ο νόµος της ~ής. Φόρτιση με ~/(λόγ.) εξ ~ής. Βλ. αυτ~. ● ΣΥΜΠΛ.: επαγωγή κληρονομιάς & (λόγ.) κληρονομίας: ΝΟΜ. προσωρινή κτήση κληρονομιάς με δικαίωμα αποποίησης, που πραγματοποιείται αυτοδικαίως με τον θάνατο αυτού που κληρονομείται., επαγωγή όρκου: ΝΟΜ. απαίτηση που επιβάλλεται από διάδικο σε αντίδικό του να βεβαιώσει ενόρκως τα λεγόμενά του. , μαγνητική επαγωγή ΦΥΣ. 1. ένταση μαγνητικού πεδίου. Βλ. τέσλα.2. μετατροπή υλικού σε μαγνήτη υπό την επίδραση μαγνητικού πεδίου. [< γαλλ. induction magnétique] , μαθηματική επαγωγή & τέλεια επαγωγή: ΜΑΘ. μέθοδος που αποδεικνύει ότι μια πρόταση στην οποία αναφέρεται ένας φυσικός αριθμός ισχύει για όλους τους υπόλοιπους φυσικούς αριθμούς και οδηγεί σε απολύτως ασφαλή αποτελέσματα. [< 1: αρχ. ἐπαγωγή 2: γαλλ. induction]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.