Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • επαγωγικός , ή, ό [ἐπαγωγικός] ε-πα-γω-γι-κός επίθ. 1. ΦΙΛΟΣ. που σχετίζεται με την εξαγωγή γενικού συμπεράσματος από τη μελέτη ειδικών στοιχείων: ~ός: (συλ)λογισμός/τρόπος σκέψης. ~ή: απόδειξη/λογική/σκέψη. ΑΝΤ. απαγωγικός (1), παραγωγικός (4) 2. ΦΥΣ. που αναφέρεται στην επαγωγή: ~ός: διακόπτης/κινητήρας. ~ή: αντίδραση/εστία/τάση. ~ό: πηνίο/ρεύμα/φορτίο. ● επίρρ.: επαγωγικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< 1: μτγν. ἐπαγωγικός 2: γαλλ. inductif]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.