Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • επαναλαμβάνω [ἐπαναλαμβάνω] ε-πα-να-λαμ-βά-νω ρ. (μτβ.) {επαν-έλαβε, -αλάβει, -αλήφθηκε (λόγ.) -ελήφθη, επαναλαμβαν-όμενος, επαναλαμβάν-οντας, επανειλημμένος} 1. λέω ή κάνω κάτι πάλι· ξαναλέω, ξανακάνω: ~ τα σημεία που έθιξα παραπάνω. ~ει τα ίδια και τα ίδια. ~ ότι δεν πρόκειται για/να ... ~έλαβε τις γνωστές του θέσεις (πβ. αναμασώ). Μπορείτε να ~αλάβετε την ερώτηση; ~ει τις κινήσεις του.|| Ήχος που ~εται μονότονα. Το πείραμα/η σκηνή/η συνεδρίαση ~αλήφθηκε. (για να δηλωθεί δυσαρέσκεια:) ~εται διαρκώς η ίδια κατάσταση. Απόψεις που ~ονται (: αναπαράγονται).|| (προφ.) ~εσαι (: καταντάς βαρετός, κουραστικός)! 2. (ειδικότ.) κάνω επανάληψη, διαβάζω για μία ακόμη φορά τμήμα της διδακτέας ύλης. Πβ. ξαναδιαβάζω. ● Μτχ.: επαναλαμβανόμενος , η, ο: ~ος: θόρυβος. ~η: διαδικασία/συμπεριφορά. ~ο: μοτίβο. Πβ. συχνός. ΑΝΤ. σπάνιος (2) ● ΣΥΜΠΛ.: κυλιόμενη/επαναλαμβανόμενη απεργία βλ. απεργία ● ΦΡ.: η ιστορία επαναλαμβάνεται βλ. ιστορία ● βλ. επανειλημμένος [< 1: αρχ. ἐπαναλαμβάνω]

απεργία

απεργία [ἀπεργία] α-περ-γί-α ουσ. (θηλ.) {απεργι-ών} 1. εκούσια, συλλογική και οργανωμένη αποχή από την εργασία, που συνοδεύεται από περικοπή μισθού και έχει ως στόχο την ικανοποίηση των αιτημάτων των εργαζομένων: αιφνιδιαστική/απροειδοποίητη/γενική/καθολική/κλαδική (βλ. παν~)/μαζική/νόμιμη/πανελλαδική/πολιτική/συμβολική ~. ~ διδασκόντων/εργατών/συμβασιούχων/υπαλλήλων. ~ των εργαζομένων στο μετρό/στις τράπεζες. ~ διαρκείας/συμπαράστασης. ~ για το ασφαλιστικό/για αύξηση μισθών. Αναστολή/κήρυξη/λύση/παράταση/περιφρούρηση της ~ας. Μπαράζ ~ών. Σε κλοιό ~ών η χώρα. Το (συνταγματικά κατοχυρωμένο) δικαίωμα της ~ας. Κάλεσμα σε ~. Αναστέλλουν την/βρίσκονται σε/έχουν/κατεβαίνουν σε/πραγματοποιούν ~. Έληξε/παρατείνεται/συνεχίζεται η ~. Την ~ οργάνωσε η ΑΔΕΔΥ. Εικοσιτετράωρη ~ κήρυξε η ΓΣΕΕ. Σε τριήμερη ~ προχωρούν οι ... Μεγάλη/μικρή συμμετοχή στην ~. Κάνω ~ (= απεργώ). Σπάω την ~ (βλ. απεργοσπάστης). Στην ~ λαμβάνουν μέρος και οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ. Βλ. α(ν)εργία, αντ~, πικετοφορία. 2. προσωρινή διακοπή δραστηριοτήτων ως μορφή διαμαρτυρίας ή για τη διεκδίκηση αιτημάτων: πανευρωπαϊκή ~ φοιτητών και μαθητών. Βλ. αποχή. ● ΣΥΜΠΛ.: απεργία αλληλεγγύης: που στοχεύει στην υποστήριξη ή την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης άλλων εργαζομένων. [< αγγλ. sympathy/solidarity strike] , απεργία πείνας/δίψας: άρνηση λήψης τροφής/νερού ως έσχατη μορφή διαμαρτυρίας ή άσκησης πίεσης για την ικανοποίηση αιτήματος., καταχρηστική απεργία: που λόγω παρατεταμένης διάρκειας συνεπάγεται τη δυνατότητα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη: Παράνομη και καταχρηστική κηρύχθηκε/κρίθηκε από το δικαστήριο η απεργία. [< γαλλ. grève abusive] , κυλιόμενη/επαναλαμβανόμενη απεργία: που πραγματοποιείται σε διαδοχικά χρονικά διαστήματα, κάποτε από διαφορετικές κατηγορίες προσωπικού ή σε διαφορετικά τμήματα μιας επιχείρησης ή υπηρεσίας: ~ ~ ανά γεωγραφικό διαμέρισμα. Απεργιακός αγώνας διαρκείας με πενθήμερες ~ες ~ες. [< αγγλ. rolling strike, 1969] , λευκή απεργία: όταν οι εργαζόμενοι προσέρχονται στον χώρο εργασίας, αλλά αρνούνται να εργαστούν και γενικότ. απέχουν από τα καθήκοντά τους. Βλ. καθιστική διαμαρτυρία, στάση εργασίας., προειδοποιητική απεργία: μικρής διάρκειας που γίνεται με σκοπό να τονιστεί η αποφασιστικότητα των εργαζομένων να διεκδικήσουν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. [< αγγλ. warning/token strike] [< γαλλ. grève]

επανειλημμένος

επανειλημμένος, η, ο [ἐπανειλημμένος] ε-πα-νει-λημ-μέ-νος επίθ. (λόγ.): που έχει επαναληφθεί, έχει γίνει πολλές φορές: ~ο: αίτημα. ~ες: διαμαρτυρίες/εκκλήσεις/ερωτήσεις/καταγγελίες/προειδοποιήσεις/συστάσεις. ~α: διαβήματα/λάθη/ψηφίσματα. ● επίρρ.: επανειλημμένα & (λογιότ.) επανειλημμένως: κατ' επανάληψη, επαναληπτικά: Έχω ~ εκφράσει την άποψή μου. Έχει επισημάνει ~ ότι ... Βλ. άπαξ. ● βλ. επαναλαμβάνω [< αρχ. ἐπανειλημμένος]

ιστορία

ιστορία [ἱστορία] ι-στο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. {σπάν. στον πληθ.} το σύνολο των γεγονότων, ιδ. αυτών που θεωρούνται αξιομνημόνευτα και συνθέτουν την εξελικτική πορεία λαού, πολιτισμού, ευρύτερης περιοχής· η γνώση και η διήγησή τους: γενική/παγκόσμια/τοπική ~. Προφορική ~ (: δίνει βάρος στην ανασυγκρότηση της μνήμης, δημόσιας και ιδιωτικής). Αρχαία/μεσαιωνική/νεότερη/σύγχρονη ~. Κοινωνική/οικονομική/πνευματική/πολιτική/πολιτιστική ~. Η ελληνική ~. Η ~ της ανθρωπότητας. Τα διδάγματα/τα πρόσωπα/ο ρους της ~ας. Η ~ διδάσκει. Βλ. ιστοριογραφία, μικροϊστορία.|| (ΘΡΗΣΚ.) Η Ιερά ~.|| Στα κείμενά του περιπλέκεται η ~ με τον μύθο. || Χώρα με μακρά, πλούσια ιστορία. Πβ. προϊστορία. 2. ΙΣΤ. {κ. με κεφαλ. το αρχικό Ι} η επιστήμη που μελετά το παρελθόν με βάση έγκυρες μαρτυρίες· το σχετικό βιβλίο και μάθημα: μέθοδοι/πηγές της ~ας. Καθηγητής της βυζαντινής ~ας (πβ. ιστορικός). Βλ. αρχαιολογία.|| Αγόρασα την ~ της ...|| Τι βαθμό πήρες στην ~; 3. {σπάν. στον πληθ.} επιστημονική παρουσίαση ιστορικών συμβάντων ή εξελίξεων σε έναν τομέα με χρονολογική σειρά: ~ της ελληνικής γλώσσας. Η γεωλογική ~ του νησιού.|| (με κεφαλ. το αρχικό Ι) ~ των Επιστημών/της Λογοτεχνίας/της Τέχνης. 4. προφορική ή γραπτή αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών συμβάντων: αστεία/αστυνομική/ερωτική/πλαστή/ρομαντική ~. ~ αγάπης/τρόμου. Η πλοκή της ~ας. Γράφω/διηγούμαι μια αληθινή ~. Πού να σου λέω τώρα, είναι ολόκληρη ~. Η ~ εκτυλίσσεται στο ... Ατέλειωτες ~ες καθημερινής τρέλας. ~ες για γέλια και για κλάματα. Έχω ακούσει ένα σωρό ~ες για το ... Πβ. θρύλος, παραμύθι. Βλ. χρονικό.|| Η ~ μιας ταινίας (= υπόθεση, πβ. στόρι, βλ. σενάριο). 5. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) δυσάρεστη περιπέτεια, πρόβλημα: Είχε ~ες με την αστυνομία/τον γείτονα/την εφορία/μια κοπελίτσα (πβ. έχω μπλεξίματα/μπελάδες/φασαρίες/τραβήγματα/ντράβαλα). Τελευταία μου κάνει ~ες (: μου δημιουργεί δυσκολίες). Όλη αυτή η ~ μου κόστισε ακριβά. Είναι ολόκληρη ~ να φτιάξεις το αυτοκίνητο (πβ. ταλαιπωρία). Τόσα χρόνια η γνωστή/ίδια ~. 6. ιστορικοί χρόνοι. Βλ. προϊστορία. ● Υποκ.: ιστοριούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ιστορία επιτυχίας: για πρόσωπο ή εταιρεία με λαμπρά επιτεύγματα που αποφέρουν κέρδη και φήμη. [< αγγλ. success story], παλιά ιστορία: γεγονός παλιό ή/και ξεχασμένο., το τέλος της ιστορίας: ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. θεωρία που υποστηρίζει ότι με την επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του παγκόσμιου καπιταλισμού η διαλεκτική που έθρεψε τους πολέμους και τις επαναστάσεις σταματά ελλείψει αντιπάλων. [< αγγλ. The End of History, 1989] , διηγήματα/ιστορία/ταινία μυστηρίου βλ. μυστήριο, πονεμένη ιστορία βλ. πονεμένος, το χρονοντούλαπο της Ιστορίας βλ. χρονοντούλαπο, φυσική ιστορία βλ. φυσικός ● ΦΡ.: ανήκει στην ιστορία/αποτελεί ιστορία 1. (μτφ., για πρόσ., γεγονός, κατάσταση) είναι ξεχασμένος, ξεπερασμένος, δεν προκαλεί πια το ενδιαφέρον: Το παιχνίδι/τουρνουά ~ ~. Ό,τι έγινε ~ ~. 2. (για πρόσ., μνημείο, γεγονός) είναι μέρος του ιστορικού παρελθόντος: Κτίριο που ανήκει στην ~ της πόλης. Ανήκουν στην ~ του τόπου., ανοίγω ιστορίες (προφ.): δημιουργώ προβλήματα, εμπλέκομαι σε μια υπόθεση, αρχίζω δοσοληψίες με κάποιον: Μην ~εις ~, άσε να ξεχαστεί το πράγμα! Δεν θέλω να ~ξω ~ μαζί του., αυτό είναι μια άλλη ιστορία (προφ.): λέγεται όταν κάποιος δεν θέλει να μιλήσει για ένα θέμα, το οποίο αναφέρει παρεμπιπτόντως: Μετά, βέβαια, θα μετανιώσει, αλλά ~ ~ (= δεν θα το συζητήσουμε τώρα). [< αγγλ. that ΄s another story] , γράφει/έγραψε/θα γράψει ιστορία & (σπάν.) εποποιία/έπος (μτφ.): για διάκριση σε κάτι μοναδικό και ανεπανάληπτο: Έγραψε ~ στην οικονομική πολιτική/στον παγκόσμιο αθλητισμό. Προσωπικότητα διεθνούς ακτινοβολίας που με το έργο της γράφει ~. Έγραψε τη δική του εποποιία ως προπονητής. Πβ. μεγαλουργώ.|| Η παράσταση θα γράψει ~. ΣΥΝ. άφησε/θα αφήσει εποχή, έτσι για την ιστορία (προφ.): απλώς και μόνο για να ειπωθεί κάτι: ~ ~, να αναφέρω/θυμίσω ότι ..., η ιστορία επαναλαμβάνεται: για γεγονότα ή πράξεις που εμφανίζονται ξανά, συνήθ. με μικρές παραλλαγές ή αποκλίσεις: Δυστυχώς/να λοιπόν που ~ ~ (ως τραγωδία/φάρσα). Πβ. (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί., η ιστορία θα κρίνει: θα αποδειχθεί στο μέλλον: ~ ~, αν έκανε σωστά ή λάθος. Πβ. θα δείξει., η ιστορία της ζωής μου: τα περιστατικά του βίου μου: Γράφω/διηγούμαι/λέω την ~ ~ (πβ. αυτοβιογραφούμαι).|| (μτφ.-ειρων.) Ο κάθε παλαβός έρχεται και λέει την ~ ~ του (: φλυαρεί για άσχετα πράγματα)., περνά/μένει/μπαίνει στην ιστορία {συνήθ. στον αόρ.} (μτφ.) 1. καθιερώνεται στην ιστορία, συνήθ. με συγκεκριμένη ιδιότητα: Πέρασε ~ ως η πρώτη Ελληνίδα που ... Οι περισσότερες ταινίες του έμειναν ~ του κινηματογράφου. Το έργο του έχει μείνει αθάνατο και το όνομά του μπήκε ~. Πβ. άφησε εποχή. 2. για κάτι που ανήκει στο παρελθόν ή σπανιότ. για σημαντικό πρόσωπο που πέθανε: Η δραχμή πέρασε ~., τα υπόλοιπα είναι ιστορία (προφ.): τα γεγονότα που ακολουθούν είναι γνωστά ή προβλέψιμα, συνεπώς δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα άλλο: Τους είπα την ιδέα μου, τους άρεσε και ~ ~., το παίζει ιστορία (αργκό): έχει υπεροπτική ή επιδεικτικά αδιάφορη συμπεριφορά προς τους άλλους: ~ ~ με ύφος χιλίων καρδιναλίων. Έχει καβαλήσει το καλάμι και μας ~ ~. ΣΥΝ. κάνει/παριστάνει τον καμπόσο, ιστορίες για αγρίους βλ. άγριος, στις δέλτους της ιστορίας βλ. δέλτος, το ... της υπόθεσης/του πράγματος/της ιστορίας βλ. υπόθεση [< αρχ. ἱστορία 4,5: γαλλ. histoire, γερμ. Historie, αγγλ. history]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.