επεξεργάζομαι [ἐπεξεργάζομαι] ε-πε-ξερ-γά-ζο-μαι ρ. (μτβ.) {επεξεργά-στηκα (λόγ.) -σθηκα, -στεί (λόγ.) -σθεί, -σμένος} 1. υποβάλλω κάτι σε μια σειρά νοητικών διαδικασιών, προκειμένου να το αναλύσω, να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα ή να του δώσω νέα και βελτιωμένη ή τελική μορφή: Η Αστυνομία ~εται διάφορα σενάρια. Θα ~στώ την ιδέα/την πρόταση/το σχέδιο και θα σου πω. ΣΥΝ. εξετάζω, μελετώ.|| ~στηκα το κείμενο/τη μετάφραση. ~σμένες: πληροφορίες. ~σμένα: στοιχεία. Πβ. δουλεύω.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ο υπολογιστής ~εται (: αναλύει) τεράστιο όγκο δεδομένων. Ψηφιακά ~σμένες εικόνες (: με χρήση επεξεργαστή).2. επεμβαίνω σε πρώτη ύλη με τη χρήση τεχνητών ή (σπανιότ.) φυσικών μεθόδων, προκειμένου να τροποποιήσω και να βελτιώσω τη μορφή, τη σύσταση και τις ιδιότητές της και να δημιουργήσω ένα τελικό προϊόν: Μονάδα που ~εται βαμβάκι (βλ. εκκοκκιστήριο)/δέρματα (βλ. βυρσοδεψείο). Πβ. δουλεύω, κατεργάζομαι. Βλ. μεταποιώ.|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ~σμένες: τροφές (: με συντηρητικά). ~σμένα: προϊόντα. [< μτγν. ἐπεξεργάζομαι ‘πραγματοποιώ επιπλέον, ολοκληρώνω, διερευνώ’, αγγλ. process]
μεταποιώ
μεταποιώ [μεταποιῶ] με-τα-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {μεταποι-είς ... | μεταποί-ησε, -ήσει, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, -ώντας} 1. ΟΙΚΟΝ. (για φυσικό ή νομικό πρόσ.) κάνω μεταποίηση: ~ημένα: (αγροτικά) προϊόντα/τρόφιμα. Η εταιρεία ~εί και εμπορεύεται ... Βλ. εισ-, εξ-, παρ-άγω, τυποποιώ.2. τροποποιώ, μεταβάλλω: (για παλιά συνήθ. ρούχα) ~εί γούνες και δερμάτινα σύνολα. Βλ. επιδιορθώνω.|| Άχρηστα υλικά μπορούν να ~ηθούν (= μετα-μορφωθούν, -σκευαστούν, -τραπούν) σε χρήσιμα αντικείμενα. Βλ. -ποιώ. [< αρχ. μεταποιῶ ‘δίνω διαφορετικά χαρακτηριστικά’, γαλλ. transformer]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.