Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • επιδρώ [ἐπιδρῶ] ε-πι-δρώ ρ. (αμτβ.) {επιδρ-άς ... | επέδρα-σε, επιδρά-σει, λόγ. μτχ. επιδρ-ών, -ώσα, -ών, -ώντας} : ασκώ επίδραση: Παράγοντας που ~σε αποφασιστικά/αρνητικά/δυσμενώς/ευνοϊκά/θετικά/καθοριστικά/καταλυτικά/σημαντικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας/στις εξελίξεις/στην έκβαση του πολέμου. Το φάρμακο που πήρε δεν έχει ~σει ακόμη. Πβ. δρα, επενεργεί, επηρεάζω. Βλ. αλληλ~, συν~. [< μτγν. ἐπιδρῶ 'κάνω, εκτελώ', γερμ. einwirken, auswirken, γαλλ. influer, influencer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.