επιθυμία [ἐπιθυμία] ε-πι-θυ-μί-α ουσ. (θηλ.) : ενστικτώδης και συνειδητή τάση (θέληση και ορμή) ενός ανθρώπου να αποκτήσει, να επιτύχει ή να βιώσει κάτι· συνεκδ. το αντικείμενο της επιθυμίας: ακόρεστη/ασίγαστη/διακαής/δυνατή/έμφυτη/έντονη/ευγενική/ισχυρή/νοσηρή/ουτοπική/σφοδρή/φλογερή ~. Ερωτική/σαρκική/σεξουαλική ~ (πβ. αποθυμιά, πόθος). Ανεκπλήρωτες/ανικανοποίητες/ανομολόγητες/ασυνείδητες/κρυφές ~ες. Εκπλήρωση/υλοποίηση των ~ών της. ~ για γνώση/δόξα/μάθηση (πβ. διάθεση, λαχτάρα). Έχω μια ακατάσχετη ~ για γλυκό (= όρεξη). Εκδήλωσε/εξέφρασε την ~ του να ... (πβ. πρόθεση). (για ετοιμοθάνατο) Η τελευταία του ~ ήταν να ... Ικανοποιεί/πραγματοποιεί κάθε της ~. (ευχετ.) Όλες οι ~ες σου να γίνουν πραγματικότητα! Συμμορφώνεται με τις ~ες (= τα θέλω) των άλλων. Υποκύπτει στις ~ες των παιδιών της. Πβ. βούληση, θέλημα. Βλ. ανάγκη, ευχή, πάθος, προσδοκία.|| Αυτό το ταξίδι ήταν παλιά μου ~. [< αρχ. ἐπιθυμία]
ανάγκη
ανάγκη [ἀνάγκη] α-νά-γκη ουσ. (θηλ.) {αναγκ-ών} 1. υποχρέωση που επιβάλλεται από τη φύση ή την κοινωνική ζωή· (ειδικότ.) αίσθηση κάποιας έλλειψης, η οποία πρέπει να ικανοποιηθεί οπωσδήποτε: άμεση/απόλυτη/επιτακτική/(κατ)επείγουσα/εσωτερική/ιατρική/ουσιαστική/πιεστική ~. ~ βοήθειας/επικοινωνίας/συνεργασίας. Ατομικές/βασικές/δημόσιες/επιχειρηματικές/καταναλωτικές/κοινωνικές/πάγιες και διαρκείς/πρόσθετες/προσωπικές/συναισθηματικές/ψυχικές/ψυχολογικές ~ες. Βιολογικές/σωματικές/φυσικές ~ες (: λήψης νερού και τροφής, ούρηση, αφόδευση, σεξ). Οι ~ες της αγοράς/της νεολαίας. Ανάλυση/αντιμετώπιση/καθορισμός/καταγραφή (των) ~ών. Αναγνωρίζεται/γίνεται αντιληπτή η ~ βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης. Tόνισε την ~ εξεύρεσης λύσης/για διάλογο/να αποκατασταθεί το πρόβλημα. Αισθάνθηκε/ένιωσε την ~ να απολογηθεί. Προϊόν που ανταποκρίνεται/ικανοποιεί/καλύπτει τις ~ες των καταναλωτών. Έχει μικρές/πολλές ~ες. Θα γίνουν προσλήψεις για τις ~ες του προγράμματος. Πβ. χρεία.2. δύσκολη περίσταση, κρίσιμη κατάσταση: Στρατιωτική επέμβαση θα γίνει μόνο σε έσχατη ~. Σε καιρό ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: έκτακτης/άμεσης/πρώτης ανάγκης: για κρίσιμη κατάσταση: κλήσεις(/τηλέφωνα)/ομάδες/περιστατικά/υπηρεσίες ~ ~. Ασφαλής εκκένωση σχολικών κτιρίων σε περίπτωση ~ ~. [< αγγλ. emergency] , κατάσταση ανάγκης1. περίπτωση κατά την οποία κάποιος χρειάζεται βοήθεια: Εξασφάλιση αξιοπρεπών όρων διαβίωσης για άτομα σε ~ ~. Το κινητό μπορεί να σας σώσει τη ζωή σε ~ ~.2. ΝΟΜ. όταν κάποιος αναγκάζεται να διαπράξει αξιόποινη πράξη, για να αποτρέψει κάτι πολύ χειρότερο για αυτόν: Η απειλή κατά της ζωής κάποιου συνιστά ~ ~. [< αγγλ. case of emergency] , αδήριτη ανάγκη βλ. αδήριτος, βιοτικές ανάγκες βλ. βιοτικός, διερεύνηση αναγκών βλ. διερεύνηση, κατάσταση έκτακτης ανάγκης βλ. κατάσταση, λύση ανάγκης βλ. λύση, φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης βλ. φως ● ΦΡ.: (βρίσκομαι) σε (μεγάλη) ανάγκη: δεν έχω χρήματα ή γενικότ. χρειάζομαι βοήθεια: Εξασφάλιση τροφής και στέγης σε ανθρώπους που ~ονται ~. Πβ. στενότητα., (δεν) είναι ανάγκη να ...: (δεν) είναι απαραίτητο, (δεν) χρειάζεται: ~ ~ παραμείνουμε ενωμένοι. Δεν ~ ~ βιαστείς., (δεν) έχω την ανάγκη (κάποιου)/(δεν) έχω ανάγκη από (κάτι)/(δεν) τον έχω ανάγκη: (δεν) χρειάζομαι κάποιον ή κάτι: Δεν σ' έχω (καμία/καθόλου) ~! Παρέχουν βοήθεια σε όσους την έχουν ~., (μα) δεν ήταν ανάγκη!: ως τυπική απάντηση ευγένειας σε κάποιον που προσφέρει δώρο: -Σας έφερα λίγα γλυκά. -Ευχαριστώ, μα ~ ~!|| ~ ~ να μπείτε σε τόσο κόπο (= δεν χρειαζόταν)., (μα) ήταν ανάγκη;: ρητορική ερώτηση που εκφράζει λύπη για κάτι δυσάρεστο: ~ ~ να το αναφέρεις; Αφού ξέρεις πως την πειράζει ..., ανάγκα και (οι) θεοί πείθονται (αρχαιοπρ.): και οι πιο δυνατοί, οι πιο πείσμονες, υποχωρούν μπροστά σε μεγάλη πίεση ή ανυπέρβλητη δυσκολία: Δεν ήθελε να το κάνει, αλλά ~ ~., ανάγκη τον έχω; (προφ.): ρητορική ερώτηση που εκφράζει αδιαφορία για την άποψη κάποιου: Τι σε νοιάζει τι θα πει; ~ έχεις; (= σάμπως τον έχεις ~;), βρίσκομαι στην ανάγκη: αναγκάζομαι: Βρέθηκα ~ να δανειστώ χρήματα., είδη/αγαθά πρώτης ανάγκης & έκτακτης ανάγκης: τα απολύτως απαραίτητα (δηλ. τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα, νερό): Ανθρωπιστική βοήθεια με είδη ~ ~ θα αποσταλεί στις πληγείσες περιοχές. [< γαλλ. choses de première nécessité] , κάνω την ανάγκη μου & πάω για την/προς ανάγκη μου (ευφημ.): ουρώ ή αφοδεύω: Το σκυλί έμαθε να κάνει ~ του έξω από το σπίτι. Πβ. κάνω (τα) κακά (μου), πάω/πηγαίνω προς νερού μου. [< γαλλ. faire les besoins] , κατ' ανάγκη(ν)/εξ ανάγκης (λόγ.): αναγκαστικά, λόγω έλλειψης άλλης δυνατότητας: Βρέθηκαν σ' αυτή τη δουλειά ~ ~ και όχι κατ' επιλογή. Η αλληλεγγύη στους συλληφθέντες δεν σημαίνει ~ ~ και ταύτιση μαζί τους. [< γαλλ. nécessairement] , ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται (παροιμ.): η πραγματική φιλία αποδεικνύεται, κρίνεται στις δύσκολες στιγμές., σε περίπτωση ανάγκης & σε περιπτώσεις ανάγκης & για/σε (μια) ώρα ανάγκης: αν χρειαστεί: οδηγίες/σχέδιο διάσωσης/χρήσιμες ιατρικές συμβουλές ~ ~. Παροχή βοήθειας ~ ~. ~ ~ επικοινωνήστε με .../καλέστε το .../χρησιμοποιήστε ...|| Έχω κάτι χρήματα στην άκρη ~ ~ (= σε περίπτωση που χρειαστούν). [< αγγλ. in case of emergency] , στην ανάγκη/εν ανάγκη: αν χρειαστεί, αν δεν γίνεται διαφορετικά: Ας κάνουμε μια κράτηση και ~ ~ την ακυρώνουμε. ~ ~ τηλεφωνήστε μου. [< γαλλ. au besoin] , τι ανάγκη έχει;/δεν έχει ανάγκη (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι δεν χρειάζεται στήριξη, βοήθεια: Τι ~ ~ αυτή; Θα τον βρει τον δρόμο της. Μην τον φοβάσαι αυτόν, δεν έχει ~!, υπάρχει άμεση/μεγάλη/(κατ)επείγουσα ανάγκη: χρειάζεται άμεσα, επειγόντως: ~ ~ για αίμα/να ληφθούν μέτρα προστασίας των δασών. ~ ~ εύρεσης μοσχεύματος. ~ ~ από εθελοντές., άτομα με ειδικές ανάγκες/ικανότητες/δεξιότητες βλ. ειδικός, κάνω την ανάγκη φιλοτιμία βλ. φιλοτιμία [< αρχ. ἀνάγκη, γαλλ. nécessité, besoin]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.