Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • επικαλούμαι [ἐπικαλοῦμαι] ε-πι-κα-λού-μαι ρ. (μτβ.) {επικαλείσαι ..., μτχ. επικαλ-ούμενος | επικαλέ-στηκα κ. -σθηκα, -στεί κ. -σθεί, επικλή-θηκε, -θεί} 1. αναφέρω κάτι και το προβάλλω ως επιχείρημα ή δικαιολογία: ~ ως απόδειξη των λεγομένων μου/ως ελαφρυντικό ότι ... (ΝΟΜ.) ~ τα ακόλουθα (= επάγομαι). ~ τη μαρτυρία σας. Δημοσίευμα που ~είται αξιόπιστες πηγές. ~ούνται το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης/τον νόμο περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. ~στηκε φόρτο εργασίας. Θα ~στώ την κοινή λογική. Υπέβαλε παραίτηση ~ούμενος προσωπικούς λόγους.|| Η ισχύς των νόμων, οι οποίοι έχουν ~θεί, αμφισβητείται. 2. λέω κάτι και το χρησιμοποιώ για να ζητήσω βοήθεια· κάνω έκκληση: ~ την επιείκειά/την κατανόησή/την υπομονή σας. ~ τη φιλία μας τόσων χρόνων, για να ... ~ούμαστε τα ανθρωπιστικά σας συναισθήματα.|| ~ τα θεία/τον Θεό (στις δύσκολες στιγμές). Πβ. καταφεύγω, προστρέχω, προσφεύγω. ● Μτχ.: επικαλούμενος , η, ο (λόγ.): επονομαζόμενος, επιλεγόμενος: ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο ~ και Ναζιανζηνός. [< αρχ. ἐπικαλοῦμαι, γαλλ. invoquer, appeler]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.