επικαλούμαι [ἐπικαλοῦμαι] ε-πι-κα-λού-μαι ρ. (μτβ.) {επικαλείσαι ..., μτχ. επικαλ-ούμενος | επικαλέ-στηκα κ. -σθηκα, -στεί κ. -σθεί, επικλή-θηκε, -θεί} 1. αναφέρω κάτι και το προβάλλω ως επιχείρημα ή δικαιολογία: ~ ως απόδειξη των λεγομένων μου/ως ελαφρυντικό ότι ... (ΝΟΜ.) ~ τα ακόλουθα (= επάγομαι). ~ τη μαρτυρία σας. Δημοσίευμα που ~είται αξιόπιστες πηγές. ~ούνται το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης/τον νόμο περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. ~στηκε φόρτο εργασίας. Θα ~στώ την κοινή λογική. Υπέβαλε παραίτηση ~ούμενος προσωπικούς λόγους.|| Η ισχύς των νόμων, οι οποίοι έχουν ~θεί, αμφισβητείται.2. λέω κάτι και το χρησιμοποιώ για να ζητήσω βοήθεια· κάνω έκκληση: ~ την επιείκειά/την κατανόησή/την υπομονή σας. ~ τη φιλία μας τόσων χρόνων, για να ... ~ούμαστε τα ανθρωπιστικά σας συναισθήματα.|| ~ τα θεία/τον Θεό (στις δύσκολες στιγμές). Πβ. καταφεύγω, προστρέχω, προσφεύγω. ● Μτχ.: επικαλούμενος , η, ο (λόγ.): επονομαζόμενος, επιλεγόμενος: ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο ~ και Ναζιανζηνός. [< αρχ. ἐπικαλοῦμαι, γαλλ. invoquer, appeler]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.