Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • επικαρπία [ἐπικαρπία] ε-πι-καρ-πί-α ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα κάποιου να χρησιμοποιεί ή να εκμεταλλεύεται ξένη ιδιοκτησία, χωρίς να μπορεί να θίξει την ουσία της (να το τροποποιήσει, να το διαθέσει): ισόβια ~. ~ αορίστου/ορισμένου χρόνου. ~ ακινήτου. Ενάσκηση/λήξη/μεταβίβαση/σύσταση ~ας. Αποκτώ/έχω/παραχωρώ την ~. Παραιτήθηκε από την ~. Ο πατέρας μάς έδωσε την ψιλή κυριότητα με γονική παροχή και κράτησε την ~. Πβ. δουλεία. [< μτγν. ἐπικαρπία, γαλλ. usufruit]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.