Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • επικεφαλής [ἐπικεφαλῆς] ε-πι-κε-φα-λής επίρρ. & επί κεφαλής: στην πρώτη ή σε καθοδηγητική, ηγετική θέση: Μπήκε/ορίστηκε/τέθηκε ~ της αποστολής/της επιτροπής.|| (ως ουσ.) Ο/η ~ του Γραφείου Τύπου (πβ. διευθυντής, προϊστάμενος)/της έρευνας/του κράτους (πβ. κυβερνήτης)/του ψηφοδελτίου Eπικρατείας. Δήλωση του ~ (εσφαλμ. επικεφαλούς) της αντιπροσωπείας. (ΣΤΡΑΤ.) Ο ~ της διμοιρίας/του λόχου/της ομάδας/του τάγματος (πβ. διοικητής). Πβ. αρχηγός, ηγέτης, κεφαλή, οδηγός.|| (ως επίθ.) Ο ~ αξιωματικός/αστυνομικός/επιθεωρητής (υπηρεσίας). [< γαλλ. en-tête]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.