επικοινωνώ [ἐπικοινωνῶ] ε-πι-κοι-νω-νώ ρ. (αμτβ.) {επικοινων-είς ... | επικοινών-ησα, λόγ. μτχ. -ών, -ώντας} 1. έρχομαι σε επικοινωνία, επαφή με κάποιον, κυρ. του μιλώ στο τηλέφωνο ή μέσω διαδικτύου: ~ καθημερινά/τακτικά με τους δικούς μου. ~ούμε μέσω ιμέιλ/κινητού. Προσπαθώ να ~ήσω μαζί του, αλλά δεν μπορώ να πιάσω γραμμή. Για πληροφορίες, μπορείτε να ~είτε/(προστ.) ~ήστε στα τηλέφωνα ... Ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ δύο ~ούντων. Πβ. τηλεφωνώ.|| (σπανιότ. μτβ.) ~ούμε τις θέσεις και τις απόψεις μας (= κοινοποιούμε, μεταβιβάζουμε).|| Μήνυμα που πρέπει να επικοινωνηθεί (:να αποτελέσει αντικείμενο επικοινωνίας).2. έχω καλή επικοινωνία με κάποιον, συνεννοούμαι μαζί του: ~ούμε πνευματικά/ψυχικά. Πλέον δεν μπορούμε να ~ήσουμε (= δεν καταλαβαινόμαστε)!|| ~ με τον εαυτό μου.|| Ο ασθενής δεν ~εί με το περιβάλλον (: δεν έχει επαφή).3. (νεαν. αργκό) για να εκφραστεί αγανάκτηση για παράλογη και αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά κάποιου: Καλά, ~είς (με τον εγκέφαλό/το μυαλό σου);4. (νεαν. αργκό) μεταδίδω: Τηλεοπτικό σποτ που ~εί το μήνυμα ... ● επικοινωνεί: συγκοινωνεί, ενώνεται, συνδέεται: Το στομάχι ~ με τον οισοφάγο. (ΙΑΤΡ.) ~ούσα: υδροκήλη (: μέσω διόδου με την περιτοναϊκή κοιλότητα). Οι υπολογιστές ~ούν μεταξύ τους (βλ. δίκτυο).|| (για χώρους) Όροφοι που ~ούν (ενν. μεταξύ τους) με εσωτερική σκάλα. [< αρχ. ἐπικοινωνῶ, γαλλ. communiquer, αγγλ. communicate]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.