Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • επισκιάζω [ἐπισκιάζω] ε-πι-σκι-ά-ζω ρ. (μτβ.) {επισκία-σε (λόγ.) επεσκία-σε, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, -σμένος, επισκιάζ-οντας} 1. (μτφ.) παρουσιάζομαι ως σημαντικότερος και αποσπώ την προσοχή από τους υπόλοιπους: Τα ελαττώματά του ~ουν τις καλές όψεις του χαρακτήρα του. Τα εφέ της ταινίας ~σαν την υπόθεσή της. Θέματα που ~σαν την επικαιρότητα. Οι διαφωνίες δεν είναι ικανές να ~σουν το κλίμα σύμπνοιας. Ο αγώνας/η νίκη ~στηκε από τα έκτροπα. 2. (σπάν.) ρίχνω τη σκιά μου σε κάτι καλύπτοντάς το: Η Σελήνη ~σε τον Ήλιο. [< πβ. αρχ. ἐπισκιάζω ‘κάνω σκιά, συσκοτίζω’, αγγλ. overshadow]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.