Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • επιστητό [ἐπιστητό] ε-πι-στη-τό ουσ. (ουδ.) (λόγ.): οτιδήποτε μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος και να μελετήσει επιστημονικά: κλάδοι/περιοχές/τομείς του ~ού. ● ΦΡ.: επί παντός (του) επιστητού: (λόγ.-συχνά ειρων.) για κάθε θέμα: αναλύσεις/απόψεις/δηλώσεις/κριτική/φλυαρίες ~ ~. Έχει γνώμη ~ ~. Μιλούν/συζητούν ~ ~. Εμφανίζονται ως ειδικοί ~ ~ (βλ. πανεπιστήμων, παντογνώστης). [< αρχ. ἐπιστητός, ουδ. ἐπιστητόν ‘επιστημονικό αντικείμενο’]

πανεπιστήμων

πανεπιστήμων πα-νε-πι-στή-μων ουσ. (αρσ. + θηλ.) {πανεπιστήμ-ονος, -ονα | -ονες, -όνων} (λόγ.): άνθρωπος με πολύπλευρη παιδεία· (κατ΄επέκτ.) παντογνώστης. [< μτγν. πανεπιστήμων] ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.