Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • επιτέλους [ἐπιτέλους] ε-πι-τέ-λους επίρρ. (επιτατ.) 1. (επιφωνηματικά) εκφράζει ανακούφιση, ευχαρίστηση ή έντονη απορία, δυσαρέσκεια για κάτι που συνέβη ή θα συμβεί ως κατάληξη ενέργειας ή κατάστασης: ~ (μου) έφυγε ένα βάρος. Βρέθηκε ~ λύση στο πρόβλημα. ~, θα κάνω αυτό που πάντα ονειρευόμουν. ~, σας βρήκα/γνώρισα/πέτυχα/συνάντησα. ~, έφτασε/ήρθε το καλοκαίρι. ~, πάει κι αυτός ο μπελάς. ~, (μείναμε) μόνοι. Πβ. ευτυχώς.|| Μα, ~, ποιος νομίζετε ότι είστε; Πότε ~ θα σταματήσετε να λέτε ψέματα; Θα πάψεις ~; Πβ. πια, τέλος πάντων. 2. (σπάν.) τελικά: Ολοκληρώθηκαν ~ τα έργα. Πβ. στο τέλος. [< 1: γαλλ. enfin 2: μεσν. φρ. επί τέλους]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.