Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • επιτήδειος , α, ο [ἐπιτήδειος] ε-πι-τή-δει-ος επίθ. (λόγ.) 1. (για πρόσ., κυρ. μειωτ.) που χαρακτηρίζεται από εξυπνάδα ή πονηριά: ~ος: έμπορος. ~οι: επιχειρηματίες. Πβ. καπάτσος, καταφερτζής, κωλοπετσωμένος.|| (κατ' επέκτ.-σπάν.) ~ο: τέχνασμα. 2. (σπανιότ.) δεξιοτέχνης σε έναν τομέα: ~ χειριστής του λόγου. ~οι στη μαγειρική. Πβ. άξιος, επιδέξιος, ικανός. ● Ουσ.: επιτήδειοι (οι) {-ων (λόγ.) -είων} (μειωτ.): άνθρωποι που μεταχειρίζονται αθέμιτα μέσα (για άνομους σκοπούς): έρμαιο/θύμα των ~ων. Στα νύχια/στην παγίδα/στο στόχαστρο/στα χέρια των ~ων. Οι ~οι προσπαθούν να εξαπατήσουν τους αφελείς.|| (σπανιότ. στον εν.) Ο κάθε ~ που αισχροκερδεί. ● επίρρ.: επιτήδεια & (λόγ.) επιτηδείως [< αρχ. ἐπιτήδειος, γαλλ. habile]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.