Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • επιτόκιο [ἐπιτόκιο] ε-πι-τό-κι-ο ουσ. (ουδ.) {επιτοκί-ου | -ων}: ΟΙΚΟΝ. τόκος τον οποίο αποδίδει κεφάλαιο εκατό νομισματικών μονάδων μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθ. ένα έτος: ανταγωνιστικό/βασικό/διατραπεζικό/διευθετήσιμο/ετήσιο/ισχύον/κλιμακούμενο/μεταβλητό/μηνιαίο/ονομαστικό/πραγματικό/προνομιακό/χρεωστικό ~. ~ αναφοράς/αναχρηματοδότησης/δανεισμού/επενδύσεων/καταθέσεων/ταμιευτηρίου/χορηγήσεων. ~ υπερημερίας (: βάσει του οποίου υπολογίζονται οι τόκοι επί ληξιπρόθεσμων οφειλών). ~ 6%. Βραχυπρόθεσμα/μακροπρόθεσμα ~α. ~α πιστωτικών καρτών. Επιδότηση ~ου. Αναπροσαρμογή/άνοδος/αύξηση/μείωση/πτώση των ~ων. Συμφωνία ανταλλαγής ~ων. Βλ. ευρω~. ● ΣΥΜΠΛ.: παρεμβατικό επιτόκιο: επιτόκιο που ορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. [< διεθν. Εuribor (Euro Interbank Offered Rate)] , σταθερό επιτόκιο: που παραμένει αμετάβλητο. [< αγγλ. fixed (interest) rate] , κυμαινόμενο επιτόκιο βλ. κυμαίνεται, προεξοφλητικό επιτόκιο βλ. προεξοφλητικός [< μτγν. ἐπιτόκιον]

κυμαίνεται

κυμαίνεται κυ-μαί-νε-ται ρ. (αμτβ.) {κυμάν-θηκε, -θεί, κυμαιν-όμενος}: (για μέγεθος) αυξομειώνεται μεταξύ ορισμένων ορίων: Οι τιμές ~ονται ανάμεσα σε ... και ... ευρώ. Ο ρυθμός ανάπτυξης ~θηκε (κοντά) στο ... %. Η θερμοκρασία θα ~θεί σε υψηλά/χαμηλά (για την εποχή) επίπεδα. Πού θα ~θούν φέτος οι βάσεις (ενν. εισαγωγής στα ΑΕΙ); ~όμενο: βάθος/ύψος. Αριθμός μελών ~όμενος από ... μέχρι ... άτομα.|| (ΟΙΚΟΝ.) Τίτλοι σταθερής ή ~όμενης απόδοσης. Οικονομία με ~όμενη ισοτιμία.|| (σπανιότ. στο α', β' πρόσ., προφ.) ~ομαι από 70 έως 75 κιλά. ΣΥΝ. διακυμαίνεται ● ΣΥΜΠΛ.: κυμαινόμενο επιτόκιο : ΟΙΚΟΝ. που αυξομειώνεται ανάλογα με την διακύμανση του εκάστοτε βασικού επιτοκίου: καταναλωτικό/στεγαστικό δάνειο με ~ ~. ΑΝΤ. σταθερό επιτόκιο [< αγγλ. floating (interest) rate] [< αρχ. κυμαίνω 'έχω κύματα', γαλλ. fluctuer, αγγλ. fluctuate]

προεξοφλητικός

προεξοφλητικός, ή, ό προ-ε-ξο-φλη-τι-κός επίθ.: που εξοφλείται εκ των προτέρων· κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: προεξοφλητικό επιτόκιο: ΟΙΚΟΝ. τόκος με τον οποίο η κεντρική τράπεζα επιβαρύνει διάφορες χρηματοδοτήσεις, συνήθ. σε εμπορικές τραπέζες-μέλη της. [< αγγλ. discount rate]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.