επωδός [ἐπῳδός] ε-πω-δός ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. (μτφ.) λόγος (σύνθημα, φράση) που επαναλαμβάνεται συνεχώς: γνωστή/κοινή/σταθερή/συνηθισμένη ~.|| (συνήθ. ειρων.) Η μόνιμη ~ του είναι ...2. ΦΙΛΟΛ. έμμετρο τμήμα λυρικού ποιήματος που τραγουδιόταν από τον χορό μετά τη στροφή και την αντιστροφή. 3. ΜΟΥΣ. (επίσ.) ρεφρέν τραγουδιού. Πβ. γύρισμα, τσάκισμα. Βλ. μοτίβο. [< 2, 3: αρχ. ἐπῳδός]
μοτίβο
μοτίβο μο-τί-βο ουσ. (ουδ.) 1. επαναλαμβανόμενο θεματικό στοιχείο σε καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό έργο και κατ' επέκτ. οτιδήποτε επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο και την ίδια μορφή: γεωμετρικό/διακοσμητικό/κλασικό/παραδοσιακό/φυτικό ~. ~ εικόνας/λαϊκής τέχνης/παραμυθιού. Ο ζωγράφος χρησιμοποιεί ως σταθερό ~ του τη φύση.|| (μτφ.) Ακολουθούν/συνεχίζουν το γνωστό ~ (πβ. τροπάριο).2. ΜΟΥΣ. μελωδικό, αρμονικό ή ρυθμικό θέμα που κυριαρχεί, επαναλαμβάνεται ή παραλλάσσεται σε μουσικό έργο: βασικό/εξαγγελτικό (πβ. λάιτ μοτίφ)/κυρίαρχο/λαϊκό ~. Παραλλαγή σε διάφορα ~α. [< ιταλ. motivo]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.