επώνυμος , η, ο [ἐπώνυμος] ε-πώ-νυ-μος επίθ. ΑΝΤ. ανώνυμος 1. (για πρόσ.) του οποίου το όνομα είναι γνωστό, ιδ. στο ευρύ κοινό: ~ος: καλλιτέχνης/τραγουδιστής. ~οι: καλεσμένοι. ~α: πρόσωπα. Πβ. διάσημος. Βλ. δημοφιλής.|| (ως ουσ.) Δηλώσεις/συνεντεύξεις ~ύμων. Βλ. αφρόκρεμα, βιπ.|| ~οι χρήστες του διαδικτύου (: που έχουν καταχωρήσει προσωπικά τους στοιχεία).2. που φέρει το όνομα, την υπογραφή του δημιουργού, του ιδιοκτήτη, του κατασκευαστή του· ειδικότ. για προϊόν ποιοτικά εγγυημένο και συνήθ. ακριβό: ~η: αίτηση (= ενυπόγραφη)/αναφορά/εταιρεία (βλ. ανώνυμη)/ζήτηση/καταγγελία/καταχώρηση/μήνυση/πρόσβαση/στήλη. ~ες: αφιερώσεις. Πβ. ονομαστικός.|| ~ος: εξοπλισμός. ~η: φίρμα. ~ες: δημιουργίες/μάρκες/συσκευές. ~α: αξεσουάρ/ρούχα (= σινιέ, φιρμάτα)/τρόφιμα/υλικά.|| (που πουλά τέτοια προϊόντα:) ~ος: οίκος μόδας. ~α: καταστήματα. Βλ. -ώνυμος. ● επίρρ.: επώνυμα & (λόγ.) επωνύμως: στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: επώνυμος ήρωας: ΜΥΘ. του οποίου το όνομα έπαιρνε ένα γένος, μια φυλή, ένας δήμος. Βλ. γενάρχης. [< αρχ. ἐπώνυμος]
αφρόκρεμα
αφρόκρεμα [ἀφρόκρεμα] α-φρό-κρε-μα ουσ. (θηλ.): το πιο εκλεκτό τμήμα ενός συνόλου, ελίτ: η ~ του επιστημονικού/καλλιτεχνικού κόσμου. ΣΥΝ. ανθός (2), ανφάν γκατέ (1), αφρός (5) [< γαλλ. crème (de la crème)]
γενάρχης
γενάρχης γε-νάρ-χης ουσ. (αρσ.) 1. ο θεωρούμενος ως πρώτος πρόγονος μιας φυλής, ενός έθνους, λαού, στον οποίο ανάγεται η καταγωγή της/του: (ΜΥΘ.) ο ~ των Ελλήνων/των Ρωμαίων. Πβ. προπάτορας. Βλ. -άρχης.2. (μτφ.) ιδρυτής, θεμελιωτής, πρωτεργάτης: ο ~ της (αμερικανικής) λογοτεχνίας. Οι ~ες (και δάσκαλοι) της νεοελληνικής ζωγραφικής.|| (ΙΣΤ.) Ο ~ της δυναστείας των ... [< 1: αρχ. γενάρχης]
δημοφιλής
δημοφιλής, ής, ές δη-μο-φι-λής επίθ. {δημοφιλ-ούς | -είς (ουδ. -ή)· δημοφιλέστ-ερος, -ατος} (λόγ.): που είναι αρεστός και αγαπητός στον πολύ κόσμο: ~ής: ηθοποιός/καλλιτέχνης/παίκτης/πολιτικός (= λαοφιλής)/προορισμός. ~ής: δραστηριότητα/μουσική/σειρά/ταινία. ~ές: άθλημα/βιβλίο/έργο/θέμα/σάιτ. ~είς: αναζητήσεις/καταχωρήσεις/υπηρεσίες στο διαδίκτυο. ~ή: νησιά. Τα πιο ~ή στέκια της πόλης για φαγητό και ποτό. Πβ. αγαπημένος, κοσμαγάπητος. Βλ. προσφιλής. ΑΝΤ. αντιδημοφιλής [< μτγν. δημοφιλής ‘φίλος του λαού’, γαλλ. populaire]
-ώνυμος
-ώνυμος, η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που αναφέρονται σε όνομα ή σημασιολογική σχέση: ιδι~/φερ~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πατρ-ώνυμo/ψευδ~.|| (με προθήματα) Αν~/επ~/περι~.|| Συν~.|| Ετερ~/ομ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.