ερασιτέχνης, ερασιτέχνις [ἐρασιτέχνης] ε-ρα-σι-τέ-χνης επίθ./ουσ. {ερασιτεχνών | θηλ. ερασιτέχν-ιδος, -ιδα | -ιδες} 1. πρόσωπο που ασχολείται με τέχνη, επιστήμη, άθλημα ή άλλη δραστηριότητα για προσωπική ευχαρίστηση, από χόμπι και συνήθ. περιστασιακά: (ως επίθ.) ~ης: ηθοποιός/μουσικός/τραγουδιστής/φωτογράφος/ψαράς. (λόγ.-θηλ.) ~ις: πιανίστα. Βλ. ραδιο~.|| (ως ουσ.) ~ του κινηματογράφου. ΑΝΤ. επαγγελματίας (1) 2. (μειωτ.) που δεν έχει μέθοδο, σύστημα, εμπειρία, γνώσεις: Ο άνθρωπος είναι ~ στη δουλειά του, δεν αξίζει να τον εμπιστευτείς. ΑΝΤ. επαγγελματίας (2) 3. ΑΘΛ. {μόνο στο αρσ.} αθλητικό σωματείο, συνήθ. σε αντιδιαστολή με το τμήμα αμειβομένων επαγγελματιών αθλητών του ίδιου συλλόγου. [< ιταλ. dilettante, γαλλ. amateur]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.