Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εργασιακός , ή, ό [ἐργασιακός] ερ-γα-σι-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με εργασία: ~ός: βίος/νόμος/φόρτος/χρόνος/χώρος. ~ή: (αν)ασφάλεια/απασχόληση/ικανοποίηση/πείρα. ~ό: δίκαιο/καθεστώς/μέλλον/περιβάλλον/στρες. ~οί: κανόνες/σύμβουλοι. ~ές: συμβάσεις/συνθήκες. ~ά: δικαιώματα/καθήκοντα. ● επίρρ.: εργασιακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: εργασιακές σχέσεις: που αναπτύσσονται μεταξύ εργοδοτών-εργαζομένων: ελαστικές/ευέλικτες ~ ~. Βελτίωση/διασφάλιση/ρύθμιση/σύστημα των ~ών ~εων. [< αγγλ. labour relations, 1943] , βιομηχανική ψυχολογία βλ. ψυχολογία, επαγγελματική κινητικότητα βλ. κινητικότητα, εργασιακή εφεδρεία βλ. εφεδρεία

εφεδρεία

εφεδρεία [ἐφεδρεία] ε-φε-δρεί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΣΤΡΑΤ. δύναμη που δεν λαμβάνει μέρος σε πολεμική επιχείρηση, αλλά είναι διαθέσιμη να χρησιμοποιηθεί, όταν χρειαστεί: ενεργός στρατός, ~ και εθνοφυλακή. 2. ΣΤΡΑΤ. το σύνολο των στρατεύσιμων που δεν βρίσκονται υπό τα όπλα, αλλά μπορούν να επιστρατευτούν σε περίπτωση πολέμου: μόνιμοι εξ ~ας. Δεύτερη/πρώτη σειρά ~ας (: οι μεγαλύτεροι/μικρότεροι σε ηλικία). Εν ενεργεία και εν ~ αξιωματικοί. Παραμένω σε ~/τελώ εν ~. 3. (μτφ.) οτιδήποτε φυλάσσεται ή τίθεται κατά μέρος, για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης: χρήματα σε ~. Επαρκείς ~ες σε φάρμακα. Αμυντικές ~ες του οργανισμού. Έχω (κάτι) για ~. Πβ. απόθεμα, καβάτζα, παρακαταθήκη, ρεζέρβα.|| (για πρόσ.) Πολιτική ~ της κυβέρνησης. ~ες στελεχών του κόμματος. Παίκτες-ες (= αναπληρωματικοί). (μτφ.) Τον έβ(γ)αλαν στην ~ (: τον απομάκρυναν από την ενεργό δράση· πβ. αποστρατεύω). 4. ΠΛΗΡΟΦ. μπακ-απ. ● ΣΥΜΠΛ.: εργασιακή εφεδρεία: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. μέτρο μείωσης των δημοσίων υπαλλήλων σύμφωνα με το οποίο το πλεονάζον προσωπικό θα απομακρύνεται από την εργασία του, λαμβάνοντας το 60% του μισθού για έναν χρόνο πριν από την οριστική απόλυση: σε καθεστώς ~ής ~ας., χρυσή εφεδρεία: πρόσωπο που μπορεί να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες σε δύσκολη, κρίσιμη στιγμή: Αποτελεί/θεωρείται ~ ~. Πβ. άσος στο μανίκι. [< 1, 2: μτγν. ἐφεδρεία, γαλλ. réserve]

κινητικότητα

κινητικότητα κι-νη-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. μετακίνηση προσώπων ή πληθυσμών· ειδικότ. η δυνατότητα ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης: αστική/γεωγραφική/δημογραφική (: πληθυσμιακές ανακατατάξεις· βλ. μετανάστευση)/(ΑΘΛ.) μεταγραφική ~.|| Ακαδημαϊκή/ευρωπαϊκή ~. ~ ανθρώπινου δυναμικού/ερευνητών (βλ. διαρροή εγκεφάλων)/φοιτητών (βλ. ERASMUS). Βλ. Ευρωπαϊκό Πορτφόλιο. || (εθελοντική) ~ στο Δημόσιο (: μετακίνηση από μια υπηρεσία σε άλλη). 2. (μτφ.) έντονη δραστηριοποίηση σε κάποιον τομέα: διπλωματική/επενδυτική/οικονομική/πολιτική ~. Επικρατεί/παρατηρείται/υπάρχει μεγάλη ~ στην κυβέρνηση. Πβ. καύσωνας, πυρετός. Βλ. αδράνεια, στατικότητα. 3. ΙΑΤΡ. δυνατότητα κίνησης ή ύπαρξη κινητικής δραστηριότητας: η ~ του εμβρύου. Άτομα μειωμένης/περιορισμένης ~ας (βλ. κινητική αναπηρία).|| ~ του εντέρου (βλ. σεροτονίνη)/του οισοφάγου (βλ. γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση)/του σπέρματος (βλ. σπερμοδιάγραμμα). Βλ. υπερ~, υπο~, -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: επαγγελματική κινητικότητα & (σπάν.) εργασιακή κινητικότητα 1. η ικανότητα ή προθυμία των νέων εργαζομένων να εργαστούν σε διαφορετική περιοχή, κυρ. στο εξωτερικό. Βλ. ευελιξία. 2. η ευκολία με την οποία νέοι εργαζόμενοι αλλάζουν εργασία, θέση ή αντικείμενο δραστηριότητας. Βλ. επιχειρηματικότητα., κοινωνική κινητικότητα βλ. κοινωνικός [< γαλλ. mobilité, αγγλ. mobility]

ψυχολογία

ψυχολογία ψυ-χο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΟΛ. επιστήμη που μελετά τη συμπεριφορά και τις ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου· συνεκδ. η αντίστοιχη επιστημονική μελέτη ή το σχετικό πανεπιστημιακό μάθημα ή σύγγραμμα: αναλυτική/αναπτυξιακή/ανθρωπιστική/βιολογική (= βιο~)/γενική/διαπολιτισμική/δικαστική (ή εγκληματολογική)/επαγγελματική/εσωτερική (βλ. παρα~)/εφαρμοσμένη/θετική/ιατρική/οικονομική/ομαδική/πειραματική (βλ. ψυχομετρία)/ποιμαντική/πολιτική/συγκριτική/συνειρμική/σχολική/τουριστική/υπαρξιακή/φαινομενολογική/φιλοσοφική/φροϋδική/φυσιολογική (= ψυχοφυσιολογία) ~. ~ του αθλητισμού (ή αθλητική ~)/της αντίληψης/των ατομικών διαφορών (ή διαφορική ~)/της διαφήμισης/του εαυτού/του Εγώ/του εφήβου (ή εφηβική ~)/των κινήτρων/των λαών (βλ. εθνο~)/της μάθησης/του παιδιού (ή παιδική ~· ΣΥΝ. παιδο~)/της προσωπικότητας/της συμπεριφοράς (= συμπεριφορισμός)/της Τέχνης/της τρίτης ηλικίας/της υγείας/των χρωμάτων. ~ της απασχόλησης/εκπαίδευσης/εργασίας/θρησκείας/οικογένειας. ~ των πελατών/του προσωπικού. Η ~ του πολέμου. || (κατ' επέκτ.) ~ των ζώων. Βλ. μετα~, μορφο~, νευρο~, -λογία. 2. (κατ' επέκτ.) ψυχισμός, ψυχοσύνθεση· ψυχολογική κατάσταση: η ανδρική/γυναικεία ~. Η ~ του καταναλωτή/των χαρακτήρων (ενός μυθιστορήματος· βλ. χαρακτηρολογία). Βαθύς γνώστης της (ανθρώπινης) ~ας (βλ. συναισθηματική νοημοσύνη). Πβ. ιδιο-συγκρασία, -συστασία.|| Έχει αρνητική/άσχημη/εύθραυστη/κακή ~. Πήγε στις εξετάσεις με ανεβασμένη/πεσμένη ~. (προφ.) Η ~ μου είναι χάλια. Η νίκη άλλαξε/ενίσχυσε/τόνωσε την ~ τους. Η έλλειψη ~ας οδήγησε στην ήττα. ● ΣΥΜΠΛ.: ατομική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. εξετάζει την ανθρώπινη προσωπικότητα ως αδιαίρετο σύνολο, ολότητα., βιομηχανική ψυχολογία & οργανωτική/εργασιακή ψυχολογία & ψυχολογία της εργασίας: ΨΥΧΟΛ. έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή ψυχολογικών θεωριών για την κατάλληλη διαχείριση του εργατικού δυναμικού και την αντιμετώπιση προβλημάτων που παρουσιάζουν οι εργαζόμενοι στον χώρο της εργασίας. [< αγγλ. industrial psychology, περ. 1924] , γενετική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. μελετά την επίδραση των γενετικών παραγόντων στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου. Βλ. αναπτυξιολογία. [< αγγλ. genetic psychology, 1909] , εκπαιδευτική/παιδαγωγική ψυχολογία: ασχολείται με την εφαρμογή ψυχολογικών μεθόδων και κυρ. επιστημονικών δοκιμασιών, για την αντιμετώπιση εκπαιδευτικών θεμάτων, όπως είναι η αξιολόγηση των μαθητών. ΣΥΝ. Ψυχοπαιδαγωγική [< αγγλ. educational psychology] , μορφολογική ψυχολογία & ψυχολογία της μορφής: ΨΥΧΟΛ. εξετάζει την ανθρώπινη αντίληψη και συμπεριφορά ως οργανωμένο σύνολο, ολιστικά, και όχι ως άθροισμα μεμονωμένων αντιδράσεων σε ερεθίσματα. [< γερμ. Gestaltpsychologie, αγγλ. Gestalt psychology, 1924] , συμβουλευτική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. ασχολείται με την αποκατάσταση της ψυχικής υγείας του ανθρώπου και την προώθηση της αυτογνωσίας του, ώστε να φτάσει στην αυτοπραγμάτωση. [< αγγλ. counseling psychology] , ψυχολογία του βάθους: ΨΥΧΟΛ. μελετά τον ρόλο του υποσυνείδητου στην ψυχική ζωή. Πβ. ψυχανάλυση. [< γερμ. Tiefenpsychologie, αγγλ. depth psychology, 1924] , γνωστική ψυχολογία βλ. γνωστικός1, εξελικτική ψυχολογία βλ. εξελικτικός, κλινική ψυχολογία βλ. κλινικός, κοινωνική ψυχολογία βλ. κοινωνικός, ομαδική ψυχολογία βλ. ομαδικός, ψυχολογία της μάζας/των μαζών/του όχλου/του πλήθους βλ. μάζα [< γαλλ. psychologie, γερμ. Psychologie, αγγλ. psychology]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.