αργόσχολος, η, ο [ἀργόσχολος] αρ-γό-σχο-λος επίθ. (μειωτ.): που περνάει τον καιρό του άσκοπα, χωρίς να κάνει τίποτα: ~οι: εισοδηματίες/υπάλληλοι/φοιτητές (πβ. αιώνιος φοιτητής). Ανέμελος και ~.|| (ως ουσ.) Οι ~οι των καφενείων. Πβ. καφενόβιος, σουλατσαδόρος, τεμπέλης, χασομέρης.|| (κατ' επέκτ.) ~η: ζωή. ΑΝΤ. πολυάσχολος
ατύχημα [ἀτύχημα] α-τύ-χη-μα ουσ. (ουδ.) {ατυχήμ-ατος | -ατα}: δυσάρεστο, τυχαίο συμβάν που επιφέρει βλάβη, τραυματισμό: αυτοκινητι(στι)κό/βιομηχανικό/θαλάσσιο/θανατηφόρο/ναυτικό/πυρηνικό/σιδηροδρομικό/σοβαρό/τραγικό ~. Προσομοίωση ~ατος (πβ. κρας τεστ). Οδικά/περιβαλλοντικά/τεχνολογικά ~ατα. Αντιμετώπιση/μείωση/πρόληψη ~άτων. ~ σε αγώνα/εργοστάσιο. Οδική βοήθεια σε περίπτωση ~ατος (= τροχαίου). Έγινε/έπαθε/συνέβη ~. Το ~ αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή/προκλήθηκε από μηχανική βλάβη. Εκφράζω τη λύπη μου/ευθύνομαι για το ~. Πβ. δυστύχημα. Βλ. καραμπόλα, τρακάρισμα.|| Είχε το ~ (= την ατυχία) να χάσει τη δουλειά του. Το ~ είναι ότι ... (= το δυσάρεστο, ΑΝΤ. ευτύχημα). Βλ. μικρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: εργατικό ατύχημα & εργατικό δυστύχημα: ΝΟΜ. που συμβαίνει κατά την ώρα εργασίας. [< γαλλ. accident du travail] , τροχαίο ατύχημα/δυστύχημα βλ. τροχαίος [< αρχ. ἀτύχημα, γαλλ. accident]
διαφορά δι-α-φο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. ανομοιότητα: βιολογική/γλωσσική/κοινωνική/ποσοτική/ταξική/υψομετρική ~. Μισθολογικές/φυλετικές ~ές. ~ αντιλήψεων/(μορφωτικού) επιπέδου/ηλικίας/θερµοκρασίας/χρωμάτων. Διαπιστώθηκε/καταγράφηκε σημαντική ~ απόψεων μεταξύ των εταίρων (πβ. διάσταση, ΑΝΤ. ταύτιση). Βρείτε τις ~ές. ~ στις επιδόσεις/στο κλίμα/στη νοοτροπία/στην ποιότητα/στις τιμές. Υπάρχει αισθητή/ουσιαστική ~ ανάμεσά τους. Πβ. απόκλιση, διαφοροποίηση. Βλ. μικρο~. ΑΝΤ. ομοιότητα (1) 2. {συνήθ. στον πληθ.} διαφωνία, διένεξη: αγεφύρωτη/(δια)συνοριακή/δικαστική/διοικητική/ιδιωτική ~. Διεθνείς/διπλωματικές/ιδεολογικές/κληρονομικές/οικογενειακές/οικονομικές/συζυγικές ~ές. Διευθέτηση/επίλυση ~ών. Λύνω/ρυθμίζω τη ~. Αμβλύνω/γεφυρώνω/εντείνω/εξαλείφω/οξύνω τις ~ές. Μεγάλες ~ές χωρίζουν τις δύο πλευρές. Πβ. αντιδικία, αντίθεση, ασυμφωνία. 3. σημαντική αλλαγή ή βελτίωση: (για προϊόντα) Δοκιμάστε το και θα αισθανθείτε τη ~. Πήρα το φάρμακο, αλλά δεν είδα ~. 4. ΜΑΘ. το αποτέλεσμα της πράξης της αφαίρεσης, το υπόλοιπο ή γενικότ. απόσταση μεταξύ αριθμητικών μεγεθών: ~ συνόλων. Βρίσκω/υπολογίζω τη ~ δύο μετρήσεων.|| (ΟΙΚΟΝ.) Συναλλαγματική ~. Θα πληρώσει/καταβάλει τη ~ που προέκυψε.|| ~ βάρους/εδρών/ψήφων/ώρας. Νίκη με ~ είκοσι πόντων (βλ. ψαλίδα). Με ~ της τάξης των πέντε ποσοστιαίων μονάδων. 5. ΝΟΜ. αμφισβήτηση από τους διαδίκους της ισχύος ή μη ενός δικαιώματος: ακυρωτική/επίδικη ~. Η ~ της κύριας δίκης. ● ΣΥΜΠΛ.: εργατική διαφορά (επίσ.): προβλήματα σχετικά με την εργασιακή απασχόληση, τις συνθήκες και τους όρους της: δικαστήριο ~ών ~ών., συλλογική διαφορά (επίσ.): διένεξη μεταξύ οργανώσεων εργοδοτών και μισθωτών, η οποία αφορά τους όρους, τις συνθήκες ή την αμοιβή της εργασίας., διαφορά φάσης βλ. φάση, ειδοποιός διαφορά βλ. ειδοποιός ● ΦΡ.: κάνει τη διαφορά: (κυρ. για προϊόντα και υπηρεσίες) εξασφαλίζει την υπεροχή, υπερέχει. [< αγγλ. it makes the difference] , με τη (μόνη) διαφορά ότι 1. με τη μόνη διαφοροποίηση: Η διαδικασία παραμένει η ίδια, ~ ~ διαρκεί λιγότερο χρόνο. 2. & με την εξής διαφορά: με την προϋπόθεση ότι: Ισχύουν τα παραπάνω, ~ ~ ..., πρώτος/καλύτερος (και) με διαφορά: υπερτερεί κατά πολύ από τον δεύτερο., με διαφορά στήθους βλ. στήθος, μοιράζω τη διαφορά βλ. μοιράζω, ροκάνισαν τη διαφορά βλ. ροκανίζω [< 1,2,3,5: αρχ. διαφορά 4: γαλλ. différence]
δικαίωμα δι-καί-ω-μα ουσ. (ουδ.) {δικαιώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΝΟΜ. εξουσία, ελευθερία που απονέμεται από το Δίκαιο σε ορισμένο πρόσωπο (τον δικαιούχο), για την ικανοποίηση έννομου συμφέροντος: αστικά/ατομικά/επαγγελματικά ~ατα. ~ αυτοδιάθεσης (των λαών)/γνώμης/επιβίωσης/εργασίας/ιδιοκτησίας/ισότητας/(ελεύθερης) κυκλοφορίας των πολιτών/συνταξιοδότησης/ψήφου. ~ στη(ν) αξιοπρέπεια/εκπαίδευση/έκφραση/ελευθερία/ζωή/μόρφωση/πληροφόρηση/σωματική ακεραιότητα. Διασφάλιση/θεμελίωση/κατοχύρωση/μεταβίβαση/παραβίαση/παραχώρηση/(δικαστική) στέρηση ~ατος. Αναγνωρίζω/ασκώ/διεκδικώ/εκχωρώ/επικαλούμαι/κατακτώ/προασπίζω/προστατεύω/σέβομαι/χάνω ένα ~. Δεν έχει το ηθικό ~ να ... Η απεργία αποτελεί αδιαπραγμάτευτο/αναφαίρετο/απαράγραπτο ~ των εργαζομένων. Η εταιρεία διατηρεί το ~ τροποποίησης των όρων της σύμβασης. Προβάλλει ~ατα κυριότητας επί της/στη ... 2. άδεια ή δυνατότητα που αναγνωρίζεται σε κάποιον (να πράξει κάτι): ~ διαμονής/εγγραφής/εξαγοράς/επιλογής/επιστροφής προϊόντος/πρόσβασης (σε πηγές)/προτεραιότητας/προτίμησης/υποβολής (φακέλου, υποψηφιότητας). Ποιος σου έδωσε το ~ να επέμβεις στη συζήτηση; Mε ποιο ~ έψαξες τα προσωπικά μου αντικείμενα; Έχω (το) ~ να μάθω την αλήθεια (= δικαιούμαι). Αποτελεί/είναι ~ά μου να αρνηθώ την πρότασή σου. ~ δανεισμού από τη βιβλιοθήκη έχουν όλοι οι φοιτητές. Κάρτα που παρέχει ~ εισόδου σε μουσεία. ~ συμμετοχής στον διαγωνισμό. ~ στο αύριο/στην ελπίδα/στον έρωτα/στο όνειρο/στο χαμόγελο. ● δικαιώματα (τα): νόμιμη αμοιβή, ποσοστό, φόρος που μπορεί να ζητηθεί: συμβολαιογραφικά ~. Καταβάλλω/πληρώνω ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αποδυνάμωση δικαιώματος: ΝΟΜ. που η ισχύς του έχει μειωθεί ή καταργηθεί λόγω αδράνειας κατά την άσκησή του: ~ ~ στο εργατικό/ιδιωτικό δίκαιο. [< γερμ. Verwirkung] , δικαίωμα επικοινωνίας ΝΟΜ. 1. (στο Διεθνές Δίκαιο) το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης των πολιτών από μια χώρα σε άλλη. 2. (στο Οικογενειακό Δίκαιο) το δικαίωμα επικοινωνίας γονέα με τέκνο του οποίου δεν έχει την επιμέλεια., εργατικά δικαιώματα {σπανιότ. στον εν.}: το σύνολο των δικαιωμάτων των εργαζομένων: Εργατική Νομοθεσία και ~ ~. Τα ~ ~ των γυναικών., περιουσιακά δικαιώματα: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. δικαιώματα ιδιοκτησίας. [< αγγλ. economic rights, γαλλ. droits patrimoniaux] , πολιτικά δικαιώματα & πολιτικές ελευθερίες: ΝΟΜ. το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, της ελευθερίας έκφρασης, της άσκησης ελέγχου της εξουσίας, της συμμετοχής στα κοινά και σε φορείς συλλογικής δράσης. [< αγγλ. civil rights, γαλλ. droits civils] , τα ανθρώπινα δικαιώματα/τα δικαιώματα του ανθρώπου: θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα που απορρέουν από τη φύση του ανθρώπου και θεωρούνται απαραβίαστα: Χάρτα/Χάρτης των ~ίνων ~άτων. Καταπάτηση των ~ίνων ~άτων/των ~άτων ~. [< αγγλ. human rights, γερμ. die Menschenrechte] , χρηματοοικονομικά δικαιώματα: ΝΟΜ. δυνατότητα αγοράς ή πώλησης τίτλου σε ορισμένη τιμή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα., αμεταβίβαστη αξίωση/αμεταβίβαστο δικαίωμα βλ. αμεταβίβαστος, ασφαλιστικά δικαιώματα βλ. ασφαλιστικός, δικαίωμα ακρόασης βλ. ακρόαση, δικαίωμα αναφοράς βλ. αναφορά, δικαίωμα επίσχεσης βλ. επίσχεση, δικαίωμα προαίρεσης/προαιρέσεως βλ. προαίρεση, δικαίωμα υψούν βλ. υψούν, Ειδικό Τραβηκτικό Δικαίωμα βλ. τραβηκτικός, έκδοση δικαιωμάτων βλ. έκδοση, εμπράγματο δικαίωμα βλ. εμπράγματος, η ελευθερία/το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι βλ. συνδικαλίζομαι, η ελευθερία/το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι βλ. συνεταιρίζομαι, κατάχρηση δικαιώματος βλ. κατάχρηση, κεκτημένο δικαίωμα βλ. κεκτημένος, κληρονομικώ δικαίω/δικαιώματι βλ. κληρονομικός, πνευματικά δικαιώματα βλ. πνευματικός, συγγενικά δικαιώματα βλ. συγγενικός, συγγραφικά δικαιώματα βλ. συγγραφικός, το δικαίωμα/η ελευθερία του συνέρχεσθαι βλ. συνέρχομαι ● ΦΡ.: δίνω δικαίωμα/δικαιώματα (να) βλ. δίνω, επιφυλάσσει το δικαίωμα βλ. επιφυλάσσω, ιδίω δικαιώματι βλ. ίδιος1 [< αρχ. δικαίωμα, γαλλ. droit(s), γερμ. Recht, αγγλ. right(s)]
εισφορά [εἰσφορά ] ει-σφο-ρά ουσ. (θηλ.) (επίσ.): (υποχρεωτική ή εθελοντική) προσφορά υλικής ή άλλης βοήθειας για την ενίσχυση κοινής προσπάθειας: αμυντική/ασφαλιστική/εργοδοτική/κρατική/οικονομική/οφειλόμενη ~. Πνευματική και επιστημονική ~. Πολύτιμη ~ στην καταπολέμηση της ανεργίας/στην πατρίδα. Ειδική ~ αλληλεγγύης. Πβ. συμβολή, συν~. ● ΣΥΜΠΛ.: εργατική εισφορά: ποσοστό επί των ακαθάριστων αποδοχών του απασχολούμενου που παρακρατείται από τον εργοδότη κατά την πληρωμή των αποδοχών του εργαζομένου. [< αρχ. εἰσφορά]
εστία [ἑστία]ε-στί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. θάλαμος, τμήμα συσκευής ή κατασκευής όπου γίνεται καύση ή αναπτύσσεται υψηλή θερμοκρασία, κυρ. για θέρμανση ή μαγείρεμα· τζάκι: αερόθερμη/ανοικτή/κλειστή/μαντεμένια ~. Ενεργειακές ~ες. Είδη/σχεδιασμός ~ών. Βλ. κλίβανος, φούρνος.|| Κουζίνα αερίου με εμαγιέ/κεραμικές ~ες. ~ γκαζιού. Ηλεκτρική ~ (: ακτινοβολίας, αλογόνου). Επαγωγική ~ (: διαθέτει ειδικά πηνία παραγωγής μαγνητικού πεδίου το οποίο μετατρέπεται σε θερμότητα). Φουρνάκι τριών ~ών. Πβ. μάτι. 2. (με κεφαλ. Ε) ονομασία ορισμένων ιδρυμάτων ή δημόσιων κυρ. υπηρεσιών: Ελληνική/Κρητική/Μαθητική/Νεανική ~. 3. (μτφ.) σημείο, τόπος, χώρος όπου εκδηλώνεται κάτι και από τον οποίο μπορεί να επεκταθεί: πολιτιστική/ρυπογόνος/τουριστική ~. ~ αντιπαράθεσης/γρίπης/διαφθοράς/έντασης/μικροβίων/μόλυνσης/πολέμου/(ΓΕΩΛ.) σεισμού (βλ. επίκεντρο)/φωτιάς/φωτός (πβ. πηγή). Πόλεις που υπήρξαν βασικές ~ες ελληνισμού (πβ. κοιτίδα, λίκνο).|| (ΙΑΤΡ.) Μεγάλη/μικρή ~ μιας νόσου. Η πρωτοπαθής ~ του καρκίνου παραμένει αδιάγνωστη (βλ. μετάσταση). 4. ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) τέρμα: ανυπεράσπιστη ~. Έστειλε την μπάλα άουτ προ κενής ~ας (ενν. αφύλαχτης από τον τερματοφύλακα). Πβ. γκολπόστ. 5. το σπίτι ή γενικότ. ο τόπος διαμονής κάποιου: πατρική/συζυγική ~. Ζει μακριά από την οικογενειακή ~.|| Μετανάστες/πρόσφυγες που εγκατέλειψαν τις ~ες τους (: ενν. την πατρίδα ή τα σπίτια τους). Πβ. γωνιά, (κατ)οικία, οίκος. 6. ΓΕΩΜ. σταθερό σημείο το οποίο μαζί με δεδομένη ευθεία (διευθετούσα) προσδιορίζει το είδος και το μέγεθος των κωνικών τομών: ~ έλλειψης/παραβολής/υπερβολής. 7. ΟΠΤ. σημείο σύγκλισης δέσμης παράλληλων αρχικά φωτεινών ακτίνων κατόπιν ανάκλασης ή διάθλασης: ~ τηλεσκοπίου/φακού. ● ΣΥΜΠΛ.: Εργατική Εστία (παλαιότ.): νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που παρέχει κοινωνικές, ψυχαγωγικές, πολιτιστικές και επιμορφωτικές υπηρεσίες στους δικαιούχους του: Οργανισμός ~ής ~ας (ΟΕΕ). Πρόγραμμα κοινωνικού τουρισμού από την ~ ~., Φοιτητική Εστία & πανεπιστημιακή εστία: κτίριο ή κτιριακό συγκρότημα όπου στεγάζονται φοιτητές: νέα/υπερσύγχρονη ~ ~. ● ΦΡ.: υπέρ βωμών και εστιών βλ. βωμός [< 1: αρχ. ἑστία 2-7: γαλλ. foyer]
κατοικία κα-τοι-κί-α ουσ. (θηλ.) 1. (επίσ.) στεγασμένος και συνήθ. επιπλωμένος χώρος όπου κατοικεί κάποιος· σπίτι: αγροτική/ανεξάρτητη/αστική/δεύτερη/διώροφη/εξοχική/ιδιωτική/ισόγεια/παραδοσιακή/παραθαλάσσια/πέτρινη/πρώτη/τουριστική ~. Πολυτελείς (βλ. βίλα, έπαυλη)/προκατασκευασμένες/φοιτητικές ~ες. Διεύθυνση/τόπος ~ας (= διαμονής). Ενοικιάσεις/πωλήσεις ~ών. ~ που αποτελείται από δύο επίπεδα (βλ. μεζονέτα). ~ πέντε δωματίων (= πεντάρι). Άλλαξε ~ (= μετακόμισε). Πβ. εστία, οίκημα, οικία, οίκος, σπιτικό, στέγη. Βλ. διπλο~, μονο~, πολυ~, τριπλο~. 2. ΝΟΜ. (σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα) ο σταθερός νομικός δεσμός προσώπου με τον τόπο της κύριας και μόνιμης εγκατάστασής του. ● ΣΥΜΠΛ.: εργατικές κατοικίες: συγκρότημα ή συγκροτήματα διαμερισμάτων που παρέχονται στα οικονομικά χαμηλότερα στρώματα εργαζομένων., τελευταία κατοικία (μτφ.): τάφος: Φίλοι και συγγενείς οδήγησαν/συνόδευσαν τον εκλιπόντα στην ~ του ~. [< 1: μτγν. κατοικία]
κέντρο κέ-ντρο ουσ. (ουδ.) 1. μέρος, περιοχή συγκέντρωσης πληθυσμού και εκδήλωσης ιδιαίτερης κινητικότητας· χώρος ανάπτυξης δραστηριοτήτων, παροχής υπηρεσιών ή ελέγχου και συντονισμού δράσεων· (κυρ. σε ακρ.) ίδρυμα, οργανισμός, υπηρεσία: οικιστικό/παραθεριστικό/τουριστικό ~. Ζω/κατεβαίνω/μένω στο ~ (ενν. της πόλης).|| Διοικητικό/ενεργειακό/επιστημονικό/οικονομικό/πολιτιστικό ~. Η γενέτειρά του αποτελεί διεθνές/σημαντικό βιομηχανικό/καλλιτεχνικό/ναυτιλιακό ~. Τα ~α του Ελληνισμού/της Ορθοδοξίας. Πβ. πυρήνας.|| Αθλητικό/διαγνωστικό/εκθεσιακό/ερευνητικό (: ~ Ερευνών)/θεραπευτικό/συμβουλευτικό/υγειονομικό/φωτογραφικό/χιονοδρομικό ~. ~ αδυνατίσματος/αισθητικής/απεξάρτησης/εκπαίδευσης/επαγγελματικής κατάρτισης/λογοθεραπείας/ξένων γλωσσών/πληροφόρησης/τύπου/φυσικοθεραπείας (πβ. ινστιτούτο). Μηχανογραφικό/τηλεφωνικό/υπολογιστικό ~. ~ διαλογής (των ΕΛ.ΤΑ.)/εξουσίας/επιχειρήσεων. Βλ. τηλε~.|| Εξειδικευμένο ~ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. 2. σημείο στο μέσο (περίπου) ενός χώρου: το ~ της αίθουσας/της Γης/της πλατείας/του στόχου. Πβ. μέση. ΑΝΤ. άκρο.|| (ΓΕΩΜ.) ~ κύκλου/σφαίρας (: που ισαπέχει από όλα τα σημεία της περιφέρειας). ~ συμμετρίας (ενός σχήματος). Βλ. έκ-, ορθό-, παρά-, περί-κεντρο.|| (ΦΥΣ.) ~ αιώρησης/άνωσης (βλ. μετάκεντρο)/δύναμης/έλξης/μάζας/ταλάντωσης. 3. (μτφ.) επίκεντρο: το ~ της συζήτησης. Νομίζει ότι είναι το ~ του κόσμου/Σύμπαντος. 4. ΠΟΛΙΤ. (με κεφαλ. Κ) ο πολιτικός και ιδεολογικός χώρος μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Βλ. κεντρώος. 5. ΙΑΤΡ. τμήμα του εγκεφάλου όπου εδράζεται κάποια λειτουργία του οργανισμού: ακουστικό/αναπνευστικό/κινητικό/νευρικό ~. Το ~ του λόγου/της όρασης. Το ~ της συνείδησης. ΣΥΝ. έδρα (8) 6. ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) το μεσαίο τμήμα του γηπέδου· συνεκδ. οι παίκτες που παίζουν κοντά στη μεσαία γραμμή: Σούταρε από το ~ (πβ. σέντρα). Παίζει ~ (βλ. μέσος, χαφ).|| Η ομάδα έχει δυνατό ~. 7. & κέντρο διασκέδασης/διασκεδάσεως: μαγαζί που λειτουργεί συνήθ. νύχτα και προσφέρει ψυχαγωγία με μουσική, ποτό ή/και φαγητό: νυχτερινό ~. Γλέντι/εκδήλωση σε ~ με ζωντανό πρόγραμμα. Πβ. διασκεδαστήριο. Βλ. μπαρ, μπουζούκια, ξενυχτάδικο, πίστα, ρεμπετάδικο. ● Υποκ.: κεντράκι (το): στη σημ. 7. ● ΣΥΜΠΛ.: αστικό κέντρο {συνήθ. στον πληθ.}: μεγάλη και πυκνοκατοικημένη περιοχή, στην οποία ανήκουν διοικητικά μικρότερες περιφέρειες. Πβ. πόλη. [< γαλλ. centre urbain] , εμπορικό κέντρο 1. κτιριακό συγκρότημα όπου συστεγάζονται κυρ. καταστήματα. Πβ. εμπορικό πάρκο. 2. πόλη ή περιοχή με μεγάλη εμπορική δραστηριότητα. Βλ. αγορά. [< γαλλ. centre commercial , 1960] , Εργατικό Κέντρο: δευτεροβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο στο οποίο ανήκουν τα εργατικά σωματεία μιας πόλης, ενός νομού., ιστορικό κέντρο: το παλαιότερο τμήμα μιας πόλης που βρίσκεται συνήθ. στο κέντρο της: ανάδειξη/ανάπλαση του ~ού ~ου., κέντρα λήψης αποφάσεων & κέντρα αποφάσεων: ΠΟΛΙΤ. όργανα εξουσίας με αρμοδιότητα τον καθορισμό της δράσης ποικίλων φορέων σε τοπικό, εθνικό ή διεθνές επίπεδο: ξένα/οικονομικά/πολιτικά ~ ~. ~ ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης., κέντρο απόκεντρο: τοποθεσία που βρίσκεται κοντά στο κέντρο πόλης, αλλά δεν επηρεάζεται από τα μειονεκτήματά του (κίνηση, θόρυβο, νέφος): διαμέρισμα/οικόπεδο ~ ~., κέντρο βάρους 1. ΦΥΣ. το σημείο εφαρμογής της συνισταμένης των ελκτικών δυνάμεων που ασκούνται από τη Γη σε όλα τα σημεία ενός σώματος: υψηλό/χαμηλό ~ ~. ~ ~ οχήματος/πλοίου. Βλ. βαρύκεντρο, βαρύτητα. 2. (μτφ.) πεδίο, τομέας στον οποίο δίνεται πολύ μεγάλη βαρύτητα: το ~ ~ της ανάπτυξης/της έρευνας/της ομιλίας/του προβληματισμού/της προσπάθειας/της συζήτησης. Μετατόπισε/μετέφερε το ~ ~ από ... στο ... Πβ. επίκεντρο., παιχνίδι κέντρου: ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) όταν η μπάλα παίζεται κοντά στη μεσαία γραμμή του γηπέδου: Με ~ ~ κράτησαν το υπέρ τους αποτέλεσμα., πνευματικό κέντρο 1. ίδρυμα που οργανώνει και διεξάγει επιμορφωτικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις· συνεκδ. το κτίριο που στεγάζεται: ενοριακό/καλλιτεχνικό ~ ~. Αθλητικό και ~ ~.|| Μουσική εκδήλωση στο ~ ~ του δήμου ... 2. πόλη με πολιτιστική ακτινοβολία., βλαβοληπτικό κέντρο βλ. βλαβοληπτικός, εκλογικό κέντρο βλ. εκλογικός, εξεταστικό κέντρο βλ. εξεταστικός, Κέντρο (Εκπαίδευσης) Νεοσυλλέκτων βλ. νεοσύλλεκτος, κέντρο αναφοράς βλ. αναφορά, Κέντρο Διερχομένων βλ. διέρχομαι, Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών βλ. εξυπηρέτηση, Κέντρο Υγείας βλ. υγεία ● ΦΡ.: χτύπησε κέντρο (μτφ.-προφ.): πέτυχε τον στόχο, είχε επιτυχία: ~ ~ με αυτή του τη δουλειά. Πβ. ευστοχώ., στο επίκεντρο/στο κέντρο του ενδιαφέροντος/της προσοχής βλ. ενδιαφέρον [< μτγν. κέντρον, γαλλ. centre, αγγλ. center, γερμ. Zentrum]
κίνημα κί-νη-μα ουσ. (ουδ.) {κινήμ-ατος | -ατα} 1. οργανωμένο σύνολο ατόμων που δραστηριοποιούνται για την επίτευξη ενός κοινού στόχου και κατ' επέκτ. η συνολική τους δράση, η ιδεολογία τους: ακροδεξιό/αναρχικό/αντιπολεμικό/αντιστασιακό/απελευθερωτικό/αριστερό/εθνικιστικό/επαναστατικό/θρησκευτικό/καλλιτεχνικό/κοινωνικό/λαϊκό/μαζικό/οικολογικό/πολιτικό/φοιτητικό ~. ~ αλληλεγγύης/δημοκρατίας/διαμαρτυρίας/ειρήνης. ~ διανοουμένων/πολιτών. Το ~ του εθελοντισμού. Οι αγώνες/η διάδοση/η εμφάνιση/η ήττα/η ιστορία/τα μέλη/η νίκη ενός ~ατος. ~ για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δυναμώνει το ~ ενάντια στη ... ~ατα νεολαίας. Βλ. αντι~.|| (ειδικότ. για τον πολιτισμό και τις τέχνες) Το ~ του μοντερνισμού/του ρομαντισμού/του υπερρεαλισμού. Πβ. ρεύμα. ΣΥΝ. κίνηση (6) 2. (ειδικότ.) πραξικόπημα: ένοπλο ~ (= στάση). ~ των στρατιωτικών. ● ΣΥΜΠΛ.: γυναικείο/φεμινιστικό κίνημα: οργανωμένη δράση για τη διεκδίκηση, κατοχύρωση και προώθηση των δικαιωμάτων της γυναίκας (συνήθ. επαγγελματικών, κοινωνικών και πολιτικών) με στόχο τη διασφάλιση της ισότητας των δύο φύλων: αυτόνομο/ριζοσπαστικό ~ ~. Απελευθέρωση/χειραφέτηση της γυναίκας και ~ ~. Βλ. σουφραζέτα., εργατικό κίνημα: το σύνολο των αγώνων και διεκδικήσεων των εργαζομένων για καλύτερες συνθήκες εργασίας: το ~ ~ στην Ελλάδα. [< αρχ. κίνημα, γαλλ. mouvement]
κόστος κό-στος ουσ. (ουδ.) {κόστ-ους | σπάν. κόστη} 1. ΟΙΚΟΝ. το απαιτούμενο χρηματικό ποσό για την απόκτηση ή παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών, τη διεκπεραίωση ενός έργου: άμεσο/αρχικό/βιομηχανικό/ελάχιστο/έμμεσο/ετήσιο/καθαρό/λειτουργικό/μειωμένο/μηδενικό/μηνιαίο/μισθολογικό/οριακό/πραγματικό/πρόσθετο/σταθερό/συμπληρωματικό/συνολικό/τελικό/υψηλό/χαμηλό ~. ~ αγοράς/αποστολής (παραγγελίας)/διαμονής/διανομής/διατήρησης (αποθεμάτων)/εγγραφής/εγκατάστασης/εκτύπωσης/επεξεργασίας/εργασιών/κατασκευής/των καταστροφών/κεφαλαίου/(τηλεφωνικής) κλήσης/κτήσης (πληροφοριακών συστημάτων)/λειτουργίας/μεταφοράς (βλ. ναύλος)/μονάδας/παραγωγής/πρόσβασης/πωλήσεων/σπουδών/συμμετοχής/συντήρησης/σχεδιασμού/υγείας/φοίτησης/χρήσης (αυτοκινήτου). ~-απόδοση/ζημία/όφελος. Ανάλυση/αύξηση/εκτίμηση (πβ. κοστολόγηση)/κάλυψη/κατανομή/κέντρα/μείωση/παράγοντες/περικοπές/συνάρτηση/υπολογισμός ~ους. ~ σε ευρώ. Διαχειριστικά ~η. Πβ. αξία, τιμή. ΑΝΤ. κέρδος (1) 2. (μτφ.) οι δυσάρεστες συνέπειες απόφασης, επιλογής, πράξης: ανυπολόγιστο/κοινωνικό/οικολογικό ~. Ψυχικό και σωματικό ~. Πβ. τίμημα. ● ΣΥΜΠΛ.: εργατικό κόστος: ΟΙΚΟΝ. οι μισθοί (ημερομίσθια ή/και ωρομίσθια) και οι εισφορές των εργοδοτών στα διάφορα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης: φθηνό ~ ~., κόστος ζωής: οι συνολικές δαπάνες οι οποίες απαιτούνται για την αγορά βασικών ειδών ή υπηρεσιών (φαγητό, ενδυμασία, στέγη) που εξασφαλίζουν ικανοποιητικό επίπεδο ανθρώπινης διαβίωσης: δείκτης ~ους ~. Αυξημένο το ~ ~ στις τουριστικές περιοχές. Πβ. επίπεδο τιμών.[< αγγλ. cost of living, γαλλ. le coût de la vie] , μέσο κόστος: ΟΙΚΟΝ. το συνολικό ποσό που απαιτείται για την παραγωγή προϊόντων διαιρούμενο με την αντίστοιχη ποσότητα που παράχθηκε., πολιτικό κόστος: αρνητική επίπτωση στη δημοφιλία κομμάτων ή προσώπων που ασκούν εξουσία για αποφάσεις ή ενέργειές τους: Αναλαμβάνω/δεν με ενδιαφέρει το ~ ~. Το βαρύ ~ ~ των κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων. Πάταξη της διαφθοράς παρά το (όποιο) ~ ~., τιμή κόστους & κόστος: ΟΙΚΟΝ. η αξία ενός προϊόντος που συμπίπτει με τη δαπάνη παραγωγής του, χωρίς δηλ. να αφήνει κέρδος: Διατίθεται σε ~ ~. Πωλείται κάτω του ~ους., το κόστος του χρήματος: ΟΙΚΟΝ. το κέρδος που προκύπτει από το αρχικό κεφάλαιο δανεισμού και το τελικό πληρωτέο ποσό, όπως διαμορφώνεται από τα επιτόκια τη δεδομένη χρονική στιγμή, ο τόκος δανεισμού από χρηματοπιστωτκό οργανισμό., κόστος ανάπτυξης βλ. ανάπτυξη, κόστος ευκαιρίας βλ. ευκαιρία, πληθωρισμός κόστους βλ. πληθωρισμός ● ΦΡ.: μετράω το κόστος βλ. μετρώ [< ιταλ. costo, αγγλ. cost, γαλλ. coût]
Πρωτομαγιά Πρω-το-μα-γιά ουσ. (θηλ.): η πρώτη ημέρα του Μαΐου, συνδεδεμένη με τον λαϊκό, παραδοσιακό εορτασμό της άνοιξης. ● ΣΥΜΠΛ.: Εργατική Πρωτομαγιά: η πρώτη Μαΐου που γιορτάζεται διεθνώς ως η ημέρα των εργαζομένων και αποτελεί επίσημη αργία.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ