Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εργονομία [ἐργονομία] ερ-γο-νο-μί-α ουσ. (θηλ.): επιστημονική μελέτη των συνθηκών εργασίας και των σχέσεων ανθρώπου-μηχανής-περιβάλλοντος· κυρ. ιδιότητα αντικειμένου ή χώρου σχεδιασμένου με τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του χρήστη: η ευχρηστία και ~ μιας συσκευής. ~ και λειτουργικότητα. Εσωτερικό (ενν. αυτοκινήτου) με άρτια ~. Βλ. -νομία. [< αγγλ. ergonomics, 1949, γαλλ. ergonomie, περ. 1965]

-νομία

-νομία επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται 1. σε υπηρεσία αρμόδια για την εφαρμογή κανονισμών ή την τήρηση των νόμων: αγορα~/αγρο~/δασο~.|| Aστυ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Αερο~/ναυτο~/στρατο~. 2. στο νομικό δίκαιο, στην ύπαρξη κανόνων: ευ~/ισο~/κακο~/πολυ~. 3. σε επιστήμη: αρχειο~/αστρο~/μετρο~ (πβ. -λογία).|| (ειδικότ. με αντικείμενο τη διαχείριση) Oικο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.