Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ερωτύλος [ἐρωτύλος] ε-ρω-τύ-λος ουσ. (αρσ.) (λόγ.-ειρων.): άντρας που έχει έντονη ερωτική ζωή, αρκετές εφήμερες σχέσεις. Πβ. αγαπησ-, γκομεν-, ερωτ-ιάρης, γυναικάς, δον Ζουάν, ζωηρός, καζανόβας, κορτάκιας, μουρντάρης, μπερμπάντης. [< μτγν. ἐρωτύλος ‘ερωτικός’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.