Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • εστίαση1 [ἑστίαση] ε-στί-α-ση ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) εστιασμός (ο) 1. ΦΥΣ. συγκέντρωση φωτεινής δέσμης ή ροής σωματιδίων σε ένα σημείο: ισοηλεκτρική ~. ~ του ειδώλου/τηλεσκοπίου. Φακός μεταβλητής ~ης. Πβ. νετάρισμα. 2. (μτφ.) επικέντρωση: ~ του ενδιαφέροντος/της προσοχής/των προσπαθειών.|| ~ του βλέμματος. ● ΣΥΜΠΛ.: μηδενική εστίαση βλ. μηδενικός [< αγγλ. focalization, γαλλ. focalisation]
  • εστίαση2 ουσ. (θηλ.) (επίσ.): παράθεση γεύματος σε πολλά συνήθ. άτομα, προσφορά φαγητού έναντι αμοιβής: αλυσίδες/εστιατόρια γρήγορης ~ης (βλ. φαστ φουντ). Υπηρεσίες ~ης. Επιχειρήσεις μαζικής ~ης (βλ. εστιατόριο, ζαχαροπλαστείο, κέτερινγκ, ταβέρνα). Κέντρο ~ης και αναψυχής. Αίθουσα ~άσεων και συνεδριάσεων. Βλ. καφ~, συν~. [< αρχ. ἑστίασις ‘δεξίωση, συμπόσιο’]

εστιατόριο

εστιατόριο [ἑστιατόριο] ε-στι-α-τό-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} 1. κατάστημα όπου παρασκευάζεται και σερβίρεται φαγητό: ακριβό/ελληνικό/ιταλικό (πβ. τρατορία)/κινέζικο/λαϊκό (πβ. ταβέρνα)/μοντέρνο/παραδοσιακό/πολυτελές/φτηνό ~. ~ ταχείας εξυπηρέτησης (: φαστφουντάδικο). Το μενού/οι πελάτες/τα πιάτα/ο σεφ/ο υπεύθυνος (πβ. μετρ) του ~ίου. Αλυσίδα/κατάλογος/οδηγός ~ίων. Πβ. ρεστοράν, φαγάδικο. Βλ. ταχυ~. 2. αίθουσα, τμήμα ευρύτερου χώρου, στην οποία σερβίρεται φαγητό: το ~ του μουσείου/του ξενοδοχείου (πβ. τραπεζαρία)/της σχολής. ● ΣΥΜΠΛ.: μερίδα εστιατορίου βλ. μερίδα [< αρχ. ἑστιατόριον 'αίθουσα συμποσίων', γαλλ. restaurant]

μηδενικός

μηδενικός, ή, ό μη-δε-νι-κός επίθ.: που είναι ίσος με μηδέν· κατ' επέκτ. ασήμαντος: ~ός: συντελεστής/φόρος. ~ή: χρέωση. ~ό: κέρδος.|| ~ός: ρυθμός ανάπτυξης/χρόνος. ~ή: αντίσταση/αξία/εκπομπή ρύπων/πιθανότητα/ποσότητα/συμμετοχή. ~ό: αποτέλεσμα/ποσοστό/ρίσκο. Ο κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας θεωρείται ~ (= ανύπαρκτος). Πβ. μηδαμινός. ● ΣΥΜΠΛ.: μηδενική ανοχή: για κατάσταση η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ανεκτικότητα· καμία απολύτως ανοχή: ~ ~ στη βία. ~ ~ από τους πολίτες. [<αμερικ. zero-tolerance, 1972] , μηδενική εστίαση: ΛΟΓΟΤ. όρος της αφηγηματολογίας που δηλώνει ότι ο αφηγητής είναι παντογνώστης και διηγείται τα γεγονότα σε γ' εν. πρόσ. ● ΦΡ.: από μηδενική βάση & σε μηδενική βάση: από την αρχή, χωρίς να έχει προκαθοριστεί κάτι ή να θεωρείται δεδομένο: διάλογος/διαπραγματεύσεις από ~ ~. Εξετάζει το θέμα από ~ ~. Η όποια συζήτηση δεν μπορεί παρά να γίνει σε ~ ~., μηδενικός νόμος & (σπάν.) μηδενική αρχή: ΦΥΣ. νόμος ή αρχή της θερμοδυναμικής σύμφωνα με τον/την οποία η θερμοδυναμική ισορροπία δύο συστημάτων με ένα τρίτο συνεπάγεται και τη μεταξύ τους θερμοδυναμική ισορροπία. [< γαλλ. nul, zéro]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.