Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εσώτερος , η, ο [ἐσώτερος] ε-σώ-τε-ρος επίθ. (λόγ.): που βρίσκεται πιο μέσα, πιο βαθιά σε σχέση με κάτι άλλο, ή εντελώς στο εσωτερικό: ο ~ πυρήνας της Γης.|| (μτφ.) ~η: ανάγκη/ελπίδα. Ο ~ εαυτός μας (= βαθύτερος). Οι ~οι φόβοι μας. Πβ. εσώτατος. ΣΥΝ. ενδότερος ΑΝΤ. εξώτερος [< μτγν. ἐσώτερος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.