Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εταιρεία & εταιρία [ἑταιρεία] ε-ται-ρεί-α ουσ. (θηλ.) {εταιρει-ών} 1. ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. σύμβαση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ προσώπων, με την οποία επιδιώκουν κοινό σκοπό, κυρ. οικονομικό, με αμοιβαίες (υλικές) εισφορές· ιδ. η ένωση που προκύπτει από αυτή: αεροπορική (πβ. αερογραμμή)/ακτοπλοϊκή/βιομηχανική/διαφημιστική/δισκογραφική/δημόσια/θυγατρική/κοινή/κρατική/μεταφορική/ναυτιλιακή/πλοιοκτήτρια/(πολυ)εθνική/τουριστική ~. ~ εισαγωγών-εξαγωγών/καλλυντικών/(κινητής/σταθερής) τηλεφωνίας. ~ λαϊκής βάσης. ~ εισηγμένη στο χρηματιστήριο. Δυναμικά αναπτυσσόμενη/νεοσύστατη ~. ~ Ύδρευσης και Αποχέτευσης (Ε.ΥΔ.Α.Π.). Εμπορικό σήμα/ίδρυση/καταστατικό/μετοχικό κεφάλαιο/πελάτες/πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος/στελέχη ~ας. Ανταγωνίστριες/δημοτικές/εγχώριες/επώνυμες (= γνωστές)/ξένες/συνδεδεμένες/συνεργαζόμενες/φαρμακευτικές ~ες. ~ες δημοσκοπήσεων/τηλεπικοινωνιών. Δίκαιο (= εταιρικό)/δίκτυο/κοινοπραξία/λογιστική/όμιλος/συγχωνεύσεις ~ών. Η ~ δραστηριοποιείται στον χώρο .../χρεωκόπησε. Το έργο ανέλαβε ιδιωτική ~. Βλ. οίκος, τραστ, φίρμα.|| (συνεκδ. το αντίστοιχο κτίριο) Οι αποθήκες της ~ας. ΣΥΝ. επιχείρηση (1) 2. (γενικότ.) (με κεφαλ. το αρχικό Ε) ένωση ατόμων με κοινούς στόχους και επιδιώξεις, τα οποία δεν αποβλέπουν σε οικονομικά οφέλη: Ελληνική Αντικαρκινική/Ελληνική Λαογραφική/Ελληνική Μαθηματική/Φιλεκπαιδευτική ~. Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική ~. ~ Μακεδονικών Σπουδών. Επιστημονικές ~ες. Πβ. σύλλογος, σύνδεσμος, σωματείο.|| (με μικρό ε) ~ δολοφόνων (πβ. σπείρα, συνδικάτο). ● ΣΥΜΠΛ.: ανώνυμη εταιρεία & ανώνυμος εταιρεία (ακρ. ΑΕ): εμπορική κεφαλαιουχική εταιρεία της οποίας το κεφάλαιο διαιρείται σε μετοχές και όλοι οι εταίροι (μέτοχοι) ευθύνονται μόνο μέχρι του ποσού της εισφοράς τους (περιορισμένη ευθύνη): εκδοτική ~ ~. ~ ~ με την επωνυμία ... [< γαλλ. société anonyme] , αστική εταιρεία: που δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο, αλλά οι εταίροι της μπορούν να της δώσουν νομική προσωπικότητα, μετατρέποντάς την σε εμπορική εταιρεία ή σωματείο: ~ ~ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα., εμπορική εταιρεία: ένωση προσώπων ιδιωτικού δικαίου για επίτευξη κοινού εμπορικού (οικονομικού) σκοπού με αμοιβαίες υποχρεώσεις των μελών της., εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (ακρ. ΕΠΕ): εμπορική εταιρεία κεφαλαίου με νομική προσωπικότητα, της οποίας τα μέλη δεν ευθύνονται προσωπικά για τις υποχρεώσεις της και το κεφάλαιό της διαιρείται σε ισότιμα μερίδια: ιδιωτική ~ ~ με εγγύηση/μετοχές. [< γαλλ. societé à responsabilité limitée] , εταιρεία συμμετοχών & συμμετοχική/αφανής εταιρεία: εταιρεία χωρίς νομική υπόσταση και εταιρική επωνυμία, στις συναλλαγές της οποίας φαίνεται το όνομα του ενός μόνο από τους συμμετέχοντες κατά κύριο λόγο. [< γαλλ. société en participation] , προσωπική εταιρεία: εμπορική εταιρεία στην οποία η επιδίωξη του εταιρικού σκοπού στηρίζεται στην προσωπική συμβολή των εταίρων., Φιλική Εταιρεία: ΙΣΤ. μυστική οργάνωση η οποία ιδρύθηκε το 1814 με σκοπό την προετοιμασία της επανάστασης των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων: κατήχηση/οι μυημένοι στη ~ ~., ασφαλιστική (εταιρεία) βλ. ασφαλιστικός, εκκαθάριση εταιρείας/επιχείρησης βλ. εκκαθάριση, εξωχώρια εταιρεία βλ. εξωχώριος, εταιρεία χαρτοφυλακίου βλ. χαρτοφυλάκιο, ετερόρρυθμη εταιρεία βλ. ετερόρρυθμος, κατασκευαστική/κατασκευάστρια εταιρεία βλ. κατασκευαστικός, κεφαλαιουχική εταιρεία βλ. κεφαλαιουχικός, μητρική εταιρεία βλ. μητρικός1, μυστική εταιρεία βλ. μυστικός, ομόρρυθμη εταιρεία βλ. ομόρρυθμος [< αρχ. ἑταιρεία & ἑταιρία, γαλλ. compagnie, société, αγγλ. company]

ασφαλιστικός

ασφαλιστικός, ή, ό [ἀσφαλιστικός] α-σφα-λι-στι-κός επίθ. 1. ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. που αναφέρεται στην ασφάλιση: ~ός: κλάδος/κώδικας/νόμος/όμιλος/πράκτορας/σύμβουλος/φορέας. ~ή: διάταξη/εισφορά/νομοθεσία. ~ό: δίκαιο/συμβόλαιο. ~οί: όροι. ~ά: ένσημα/ταμεία. Βλ. αλληλ~, αντ~, χρηματο~. 2. που προστατεύει κάποιον ή κάτι από κίνδυνο, που παρέχει ασφάλεια: ~ός: μηχανισμός. ● Ουσ.: ασφαλιστικό (το): ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. σύστημα ασφάλισης των εργαζομένων· κατ' επέκτ. ό,τι σχετίζεται με αυτό: το ~ των δημόσιων υπαλλήλων/ελεύθερων επαγγελματιών. Αλλαγή/μεταρρύθμιση του ~ού. Διάλογος/κινητοποιήσεις/νομοσχέδια για το ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ασφαλιστικά δικαιώματα: δυνατότητες κυρ. συνταξιοδότησης, περίθαλψης, κοινωνικής ασφάλισης που παρέχονται από ασφαλιστικούς φορείς σε δικαιούχους: ώριμα ~ ~. Εργασιακά/κοινωνικά/μισθολογικά ~ ~. ~ ~ των γυναικών. [< αγγλ. insurance rights] , ασφαλιστικά μέτρα: ΝΟΜ. που διατάσσονται από το δικαστήριο προσωρινά για την εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή τη ρύθμιση κατάστασης: Διέταξε/κατέθεσε ~ ~ εναντίον/κατά ... Αίτηση/απόφαση/εκδίκαση/λήψη ~ών ~ων., ασφαλιστική (εταιρεία): επιχείρηση που παρέχει ασφάλειες., ασφαλιστική σύμβαση: με την οποία η ασφαλιστική επιχείρηση (ο ασφαλιστής) παρέχει προστασία στον ασφαλισμένο έναντι ασφαλίστρου., ασφαλιστικός οργανισμός: που παρέχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και σύνταξη στους ασφαλισμένους του., ασφαλιστικά/αναλογιστικά μαθηματικά βλ. μαθηματικά, ασφαλιστική δικλείδα/δικλείδα ασφαλείας βλ. δικλείδα, ασφαλιστική ενημερότητα βλ. ενημερότητα [< μεσν. ασφαλιστικός 'έγκυρος', γερμ. Versicherungs-]

εκκαθάριση

εκκαθάριση [ἐκκαθάριση] εκ-κα-θά-ρι-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΛΟΓΙΣΤ. υπολογισμός ποσού, ρύθμιση, διεκπεραίωση οικονομικών υποχρεώσεων ή συναλλαγών και συνεκδ. το παραστατικό με το οποίο αυτή βεβαιώνεται: οικονομική ~. ~ αποδοχών/δαπανών/της επιταγής/μισθοδοσίας/φορολογικών δηλώσεων/φόρου. Βλ. ρευστοποίηση.|| Δεν έχουν λάβει την ~ (= το εκκαθαριστικό). 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) διαδικασία καθαρισμού, απομάκρυνσης κάθε ξένου, περιττού ή βλαβερού στοιχείου: ~ δασών/δρόμων/κοινόχρηστων χώρων.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ αρχείων/μητρώου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δίσκου. 3. (γενικότ.-απαιτ. λεξιλόγ.) διευθέτηση, διεκπεραίωση υπόθεσης ή αποστολής: οριστική ~ του ζητήματος. Πβ. τακτοποίηση.|| (ΝΟΜ.) Δικαστική ~ κληρονομίας.εκκαθαρίσεις (οι) (μτφ.): αποπομπή, εκδίωξη ανεπιθύμητων προσώπων από υπηρεσία, οργάνωση ή εχθρικών δυνάμεων, πληθυσμών από περιοχή με συνοπτικό και βίαιο τρόπο: μαζικές/πολιτικές/φυλετικές ~. Κάνουν ~ αντιφρονούντων. ~ στο έμψυχο δυναμικό/στον στρατό. ● ΣΥΜΠΛ.: εθνική εκκαθάριση/κάθαρση: εθνοκάθαρση., εκκαθάριση (των) συναλλαγών: ΟΙΚΟΝ. εκτέλεση χρηματιστηριακής συναλλαγής με την παράδοση των τίτλων στον αγοραστή και την πληρωμή της αξίας τους., εκκαθάριση εταιρείας/επιχείρησης: ΟΙΚΟΝ. η διαδικασία με την οποία μια εταιρεία παύει να υφίσταται ως νομική οντότητα (υπολογισμός του ενεργητικού και παθητικού της, ώστε να ρυθμιστεί κάθε οφειλή που εκκρεμεί και το τυχόν πλεόνασμα να διανεμηθεί στους μετόχους της): αναγκαστική/εκούσια ~ ~. Περιουσιακά στοιχεία της υπό ~ ~. ... τέθηκε σε/τελεί υπό εκκαθάριση. Βλ. διάλυση, πτώχευση., τιμή κλεισίματος/εκκαθάρισης βλ. τιμή [< μτγν. ἐκκαθάρισις ‘καθαρισμός’, γαλλ.-αγγλ. liquidation, αγγλ. clearing]

εξωχώριος

εξωχώριος, α, ο [ἐξωχώριος] ε-ξω-χώ-ρι-ος επίθ.: που βρίσκεται ή αναπτύσσεται εκτός της έδρας του· κατ' επέκτ. ξένος: ~α: δραστηριότητα.|| ~α: κέντρα. ΑΝΤ. εγχώριος. Συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: εξωχώρια εταιρεία & υπεράκτια εταιρεία {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΝΟΜ. εταιρεία που έχει την έδρα της σε ξένη χώρα με ηπιότερο φορολογικό καθεστώς και με βάση τη νομοθεσία της δραστηριοποιείται αποκλειστικά σε άλλες χώρες: ~ες ~ες ελληνικών συμφερόντων. Το φορολογικό καθεστώς/το θεσμικό πλαίσιο για τις ~ες ~ες. Μεταφορά κεφαλαίων σε ~ες ~ες. Ξέπλυμα μαύρου χρήματος μέσω ~ων ~ών. Βλ. φορολογικός παράδεισος. ΣΥΝ. οφσόρ/οφ σορ εταιρεία [< γαλλ. extraterritorial, 1987, αγγλ. offshore, γαλλ. ~, 1952]

ετερόρρυθμος

ετερόρρυθμος, η/ος, ο [ἑτερόρρυθμος] ε-τε-ρόρ-ρυθ-μος επίθ.: που σχετίζεται με την ετερόρρυθμη εταιρεία: ~οι: εταίροι. ~α: μέλη. ● ΣΥΜΠΛ.: ετερόρρυθμη εταιρεία & (λόγ.) ετερόρρυθμος εταιρεία (ακρ. ΕΕ): ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. η οποία αποτελείται από έναν τουλάχιστον εταίρο που έχει απέναντι στους πιστωτές της αλληλέγγυα και απεριόριστη ευθύνη και από έναν τουλάχιστο εταίρο του οποίου η ευθύνη είναι περιορισμένη και δεν υπερβαίνει το ποσό της εισφοράς του σε αυτή. Βλ. ομόρρυθμη εταιρεία. [< γαλλ. société en commandité] [< μτγν. ἑτερόρρυθμος]

κατασκευαστικός

κατασκευαστικός, ή, ό κα-τα-σκευ-α-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την κατασκευή κυρ. υποδομών: ~ός: κλαδος/όμιλος. ~ή: δραστηριότητα/τεχνογνωσία. ~ό: κόστος/πρόβλημα (= από κατασκευής)/σχέδιο. ~ά: υλικά (= δομικά). Μεσιτικό και ~ό γραφείο. Εμπορικοί ή ~οί οίκοι. Σε κρίση ο ~ κλάδος/τομέας (= οι κατασκευές). Βλ. προ~. ● επίρρ.: κατασκευαστικά & (σπάν.-λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: κατασκευαστική/κατασκευάστρια εταιρεία & (προφ.) κατασκευαστική: που αναλαμβάνει την υλοποίηση οικοδομικών και γενικότ. τεχνικών έργων. [< γαλλ. société constructrice] [< αρχ. κατασκευαστικός ‘ικανός να προνοεί, εποικοδομητικός’]

κεφαλαιουχικός

κεφαλαιουχικός, ή, ό κε-φα-λαι-ου-χι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. κεφαλαιακός: ~ός: εξοπλισμός (: εργοστασιακές εγκαταστάσεις, τεχνικά μέσα). ~ές: επενδύσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: κεφαλαιουχικά αγαθά: τα μέσα (κτίρια, μηχανήματα, πρώτες ύλες, καύσιμα) που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών. Πβ. επενδυτικά αγαθά. [< γαλλ. biens de capital] , κεφαλαιουχικές δαπάνες: έξοδα για την αγορά ή βελτίωση των πάγιων περιουσιακών στοιχείων εταιρείας., κεφαλαιουχική εταιρεία & εταιρεία κεφαλαίου: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. που έχει νομική προσωπικότητα και το κεφάλαιό της είναι διαιρεμένο σε μετοχές (ανώνυμη εταιρεία, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης). Βλ. προσωπική εταιρεία. [< γαλλ. société de capitaux]

μητρικός1

μητρικός1, ή, ό μη-τρι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τη μητέρα: ~ός: δεσμός/θηλασμός/ρόλος. ~ή: αγάπη/αγκαλιά/θνησιμότητα/στοργή/συμπεριφορά/φροντίδα. ~ό: αίμα/γάλα/ένστικτο/πρότυπο/σύμπλεγμα/φίλτρο. ~ά: αντισώματα/γονίδια/κύτταρα. Στερήθηκε το ~ό χάδι. Βλ. πατρικός. 2. (μτφ.) που αποτελεί πηγή δημιουργίας ή προέλευσης για κάτι, αρχικός: ~ός: πολιτισμός/πυρήνας. ~ό: άστρο/διαστημόπλοιο/σκάφος. ~ά: κύτταρα.|| ~ή: φυτεία (για την παραγωγή μοσχευμάτων). ~ό: φυτό. ● επίρρ.: μητρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: μητρική (κάρτα/πλακέτα): ΠΛΗΡΟΦ. πλακέτα τυπωμένου κυκλώματος σε ηλεκτρονικό υπολογιστή που περιέχει την κεντρική μονάδα επεξεργασίας. [< αγγλ. motherboard, 1971] , μητρική εταιρεία: ΟΙΚΟΝ. η οποία κατέχει πάνω από το 51% των μετοχών μίας ή περισσότερων εταιρειών: ~ές και θυγατρικές ~ες., μητρικό πέτρωμα: ΓΕΩΛ. το αρχικό πέτρωμα από το οποίο προήλθε η εδαφογένεση. [< γερμ. Muttergestein] , μητρική/πρώτη γλώσσα βλ. γλώσσα, φυσικός/μητρικός ομιλητής βλ. φυσικός [< αρχ. μητρικός, γαλλ. maternel]

μυστικός

μυστικός, ή, ό μυ-στι-κός επίθ. 1. που γίνεται ή υπάρχει χωρίς να είναι γνωστός ή να αποκαλύπτεται σε άλλους, κρυφός: ~ός: αριθμός/δεσμός/έρωτας/κωδικός (= πιν)/πόλεμος. ~ή: αποστολή/γλώσσα/διπλωματία/δράση/έκθεση/ιστορία/οργάνωση/συμφωνία/συνεννόηση. ~ό: δωμάτιο/μονοπάτι/όπλο/ταξίδι. ~ές: διαπραγματεύσεις/δυνάμεις/επαφές/πληροφορίες/συνομιλίες. ~ά: αρχεία/έγγραφα/κονδύλια/σχέδια. Διατηρεί/κρατά ~ή την προσωπική της ζωή. Ο τόπος της συνάντησης ήταν ~. Το ~ό (: βαθύτερο) νόημα του κειμένου. Οι συνεδριάσεις είναι ~ές. Πβ. απόκρυφος, απόρρητος, εμπιστευτικός, παρασκηνιακός.|| ~ός: πληροφοριοδότης. 2. που αναφέρεται στον μυστικισμό ή τα μυστήρια, μυστικιστικός: ~ή: γνώση/διδασκαλία/εμπειρία/ερμηνεία/κοινωνία/παράδοση/φιλοσοφία.|| (ΘΕΟΛ.) Το ~ό σώμα του Χριστού (= Εκκλησία).|| (για πρόσ.) ~ός: θεολόγος. ΣΥΝ. απόκρυφος (2) 3. (σπάν.-για πρόσ.) μυστικοπαθής ή εχέμυθος. ● Ουσ.: μυστικός (ο) 1. πρόσωπο που ασχολείται με τον μυστικισμό ή τη μυστηριακή πλευρά μιας θρησκείας, μυστικιστής: οι ~οί της Ανατολής/των σούφι/της χριστιανικής παράδοσης. 2. (προφ.) αστυνομικός ή πράκτορας που φορά πολιτικά ρούχα, για να μην γίνεται αντιληπτός. ● επίρρ.: μυστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: μυστικές υπηρεσίες: κρατικές υπηρεσίες κατασκοπείας και αντικατασκοπείας: ελληνικές/ξένες/στρατιωτικές ~ ~. ~ ~ ασφαλείας/πληροφοριών., μυστική εταιρεία: οργάνωση που συγκροτείται για την εκπλήρωση ορισμένων σκοπών με απόρρητες μεθόδους, τα μυημένα μέλη της οποίας έχουν ορκιστεί να τηρούν απόλυτη μυστικότητα., κρυφή ατζέντα βλ. ατζέντα, μυστική ψηφοφορία βλ. ψηφοφορία, Μυστικός Δείπνος βλ. δείπνος, μυστικός πράκτορας βλ. πράκτορας ● ΦΡ.: κρατώ κάτι μυστικό/κρυφό βλ. κρατώ [< αρχ. μυστικός, γαλλ. secret, mystique, αγγλ. mystic]

οίκος

οίκος [οἶκος] οί-κος ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. οικία, σπίτι. ΣΥΝ. εστία (5), κατοικία (1) 2. επιχείρηση, κατάστημα· ίδρυμα, άσυλο: εισαγωγικός/εμπορικός/επενδυτικός/μουσικός/οπτικός/χρηματιστηριακός/χρηματοοικονομικός ~. ~ δημοπρασιών/επίπλων/καλλυντικών/κατασκευής/κοσμημάτων/νυφικών/τελετών/υψηλής ραπτικής. Αντιπροσωπευόμενοι/συνεργαζόμενοι ~οι. Διάσημος ~ μόδας. Βελτιωτικοί ~οι/~οι βελτιώσεων αυτοκινήτων. Προϊόντα επώνυμων ~ων εξωτερικού/εσωτερικού. Βλ. οργανισμός.|| ~ φροντίδας ηλικιωμένων/υπερηλίκων. ~ Τυφλών. ~οι ενδιαίτησης και περίθαλψης. 3. γένος, δυναστεία: (ΙΣΤ.) Βασιλικός ~. Αυτοκρατορικοί ~οι του Βυζαντίου. ΣΥΝ. οικογένεια (2) 4. ΕΚΚΛΗΣ. (στη βυζαντινή μουσική) στροφή κοντακίου: Ο "Ακάθιστος Ύμνος" αποτελείται από είκοσι τέσσερις ~ους. ● ΣΥΜΠΛ.: ο οίκος (του) Θεού & ο οίκος (του) Κυρίου: ΕΚΚΛΗΣ. χριστιανικός ναός. ΣΥΝ. εκκλησία (1), οίκος (πιστοληπτικής) αξιολόγησης: ΟΙΚΟΝ. εταιρεία που αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα επιχειρήσεων, οργανισμών, κρατών: διεθνής ~ ~. [< αγγλ. credit rating agency (CRA)] , εκδοτικός οίκος βλ. εκδοτικός, ευκτήριος οίκος βλ. ευκτήριος, ο Λευκός Οίκος βλ. λευκός, οίκος ανοχής βλ. ανοχή, οίκος ευγηρίας βλ. ευγηρία, Οίκος Ναύτου βλ. ναύτης ● ΦΡ.: κατ' οίκον: στο σπίτι: ~ ~ διδασκαλία (= οικοδιδασκαλία)/εργασία/κράτηση/μαθήματα (= ιδιαίτερα)/νοσηλεία/περιορισμός/φροντίδα. Παράδοση (εμπορευμάτων/προϊόντων) ~ ~. Διανομή (παραγγελιών έτοιμου φαγητού) ~ ~. Πβ. οίκοι., τα εν οίκω μη εν δήμω [τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ]: τα ενδοοικογενειακά θέματα δεν πρέπει να γίνονται ευρύτερα γνωστά· γενικότ. η εχεμύθεια είναι απαραίτητη σε εμπιστευτικές υποθέσεις., τα του οίκου: ιδιωτικές, προσωπικές υποθέσεις: (επιτατ.) Ας κοιτάξουν/λύσουν/τακτοποιήσουν πρώτα ~ ~ τους και μετά να μιλούν για τους άλλους., κατ' οίκον έρευνα βλ. έρευνα, σε κατ' οίκον περιορισμό βλ. περιορισμός [< 1,2,3: αρχ. οἶκος 4: μεσν. ~]

ομόρρυθμος

ομόρρυθμος, η/ος, ο [ὁμόρρυθμος] ο-μόρ-ρυθ-μος επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ομόρρυθμη εταιρεία & (λόγ.) ομόρρυθμος εταιρεία (ακρ. ΟΕ): ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. της οποίας όλοι οι εταίροι είναι αλληλέγγυα υπεύθυνοι με ολόκληρη την περιουσία τους για τις υποχρεώσεις της. Βλ. ετερόρρυθμη εταιρεία. [< γαλλ. société en nom collectif] [< αρχ. ὁμόρρυθμος 'της ίδιας μορφής']

χαρτοφυλάκιο

χαρτοφυλάκιο χαρ-το-φυ-λά-κι-ο ουσ. (ουδ.) {χαρτοφυλακί-ου} 1. ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των αξιογράφων και επενδύσεων ενός νομικού ή φυσικού προσώπου: δανειακό/εμπορικό/θεσμικό/μετοχικό/ομολογιακό/προσωπικό ~. (Ισορροπημένο) ~ ευρείας διασποράς. ~ αγορών/ακινήτων/αμοιβαίων κεφαλαίων. 2. το σύνολο των υπηρεσιών ή προϊόντων που παρέχονται από έναν φορέα: τεχνολογικό ~. ~ έργων υποδομής/λογισμικού. Το τουριστικό ~ της χώρας. Πβ. πακέτο, πορτφόλιο. 3. το Υπουργείο ως αρμοδιότητα και αξίωμα: ανάληψη/παραλαβή υπουργικού ~ου. Το ~ της Εθνικής Άμυνας. 4. ΠΛΗΡΟΦ. (σπάν.) φάκελος. ● ΣΥΜΠΛ.: εταιρεία χαρτοφυλακίου: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. που συμμετέχει ως μέτοχος σε άλλες επιχειρήσεις, συχνά με δικαίωμα να αναμειχθεί στη διαχείρισή τους. [< γαλλ. société de portefeuille ] , Ευρωπαϊκό Πορτφόλιο/Χαρτοφυλάκιο Γλωσσών βλ. πορτφόλιο ● ΦΡ.: υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου βλ. υπουργός [< μτγν. χαρτοφυλάκιον ‘μέρος όπου φυλάσσονται έγγραφα, αρχείο’, αγγλ. portfolio, γαλλ. portefeuille]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.