ευαισθησία [εὐαισθησία] ευ-αι-σθη-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. ενδιαφέρον για κάποιον ή κάτι, που φανερώνει λεπτότητα στα αισθήματα και τις αντιλήψεις: δημοκρατική/κοινωνική/οικολογική/παιδαγωγική/περιβαλλοντική/πολιτική/συλλογική/ψυχική ~. ~ και αίσθημα ευθύνης. Μίλησε με ~ για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ζητείται μεγαλύτερη ~ για τα δάση.|| Έχει ιδιαίτερη ~ με τους ηλικιωμένους. Εικόνες/ιστορίες γεμάτες ~ (πβ. αισθαντικότητα, συναίσθημα). Το έργο της εκφράζει τη γυναικεία ~. Άνθρωπος με ~ες. Πβ. ανθρωπιά, ευσπλαχνία, συναισθηματισμός. ΑΝΤ. αδιαφορία (1), αναισθησία (2), απάθεια (1) 2. ΙΑΤΡ. ευπάθεια: ~ των δοντιών στο ζεστό και το κρύο. Ασθενείς με ~ στην ασπιρίνη/ινσουλίνη. Έχω ~ στο δέρμα/στον λαιμό/στο στομάχι (βλ. έλκος). Αλλεργίες ή ~ες σε φάρμακα. ~ες του πεπτικού. Πριν βάψετε τα μαλλιά σας, κάντε το τεστ ~ας στην επιδερμίδα σας. Πβ. αισθητικ-, ευερεθιστ-ότητα. Βλ. ραδιο~, υπερ~, φωτο~.3. ΜΗΧΑΝ. -ΤΕΧΝΟΛ. άμεση ανταπόκριση συστήματος ή επιστημονικού οργάνου σε εξωτερικά ερεθίσματα και καταγραφή των αλλαγών που επιφέρουν σε φυσικά μεγέθη: ~ των ηχείων/της κάμερας/της οθόνης/του ποντικιού. Η ~ των φιλμ στα χρώματα. Ρύθμιση ~ας. Μικρόφωνο μεγάλης/υψηλής ~ας. Πβ. ακρίβεια, πιστότητα. Βλ. αισθητήρας, ανιχνευτής. [< αρχ. εὐαισθησία ‘έντονη αισθητικότητα, ικανότητα αίσθησης’, γαλλ. sensibilité, αγγλ. sensitive]
αισθητήρας
αισθητήρας [αἰσθητήρας] αι-σθη-τή-ρας ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. εξάρτημα συσκευής, μηχανής ή οργάνου που προσλαμβάνει συγκεκριμένα ερεθίσματα από το περιβάλλον και τα μετατρέπει σε κατάλληλη εντολή, σένσορας: αυτόματος/ηλεκτρονικός/μαγνητικός/οπτικός/ψηφιακός ~. ~-ραντάρ. ~ εικόνας/θερμοκρασίας/κίνησης/παρκαρίσματος/φωτός. ~ες αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων. Βλ. βιο~, -τήρας. [< αγγλ. sensor, περ. 1928, γαλλ. senseur, περ. 1970]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.